Πίσω και πέρα από την επικοινωνιακή καταιγίδα, την προπαγάνδα και την επιλεκτική ηθικολογία στην κάλυψη του πολέμου, οι πράξεις και οι αποφάσεις στη διεθνή σκακιέρα υπαγορεύονται κατά κύριο λόγο από τον ρεαλισμό και τον υπολογισμό κόστους/οφέλους. Κι ενώ ο πόλεμος είναι ακόμη σε πλήρη εξέλιξη, η ανάλυση που ακολουθεί επιχειρεί έστω και πρόωρα να απαντήσει στο ερώτημα τι κερδίζουν και τι χάνουν οι τέσσερις μεγάλες δυνάμεις ΗΠΑ, Ρωσία, Ευρώπη και Κίνα από τη σύγκρουση στην Ουκρανία.
ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ είναι ο μεγάλος κερδισμένος του πολέμου στην Ουκρανία, ανεξάρτητα από την έκβαση του. Η ρήξη στις σχέσεις της Ευρώπης με τη Ρωσία ευνοεί οικονομικά και γεωπολιτικά την Ουάσιγκτον. Η ενδεχόμενη μείωση της ροής του ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρωπαϊκή αγορά και τα αντίποινα της Μόσχας στις κυρώσεις εναντίον της αυξάνει τη ζήτηση των Ευρωπαίων για το αμερικανικό υγροποιημένο αέριο (LNG). Το σενάριο αυτό είναι ήδη γεγονός: Αφενός, ήδη από το φθινόπωρο του 2021, δεξαμενόπλοια μεταφοράς LNG έχουν αυξήσει κατά πολύ τις μεταφορές προς την Ευρώπη και αφετέρου στη σύνοδο των 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Μάρτη επικυρώθηκε με τυμπανοκρουσίες η συμφωνία μαμούθ μεταξύ των δύο πλευρών που προβλέπει την αγορά επιπλέον αμερικανικού αερίου από την Ευρώπη.
Κέρδος για την Ουάσιγκτον συνιστούν επίσης οι σοβαρές κυρώσεις που επιβάλλονται εις βάρος της Ρωσίας από την Ευρώπη και τους συμμάχους της αλλά και το στρατηγικής σημασίας μπλοκάρισμα του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 που συνδέει απευθείας τη Ρωσία με τη Γερμανία. Η παρεμπόδιση της κατασκευής και της λειτουργίας του συγκεκριμένου αγωγού, ο οποίος παρακάμπτει εχθρικές για τη Ρωσία χώρες όπως η Πολωνία και η Ουκρανία, αποτελεί στόχο για τον οποίο εργαζόταν επίμονα το αμερικανικό Πεντάγωνο τα προηγούμενα χρόνια.
Εξάλλου το χαρτί της ρωσικής απειλής – υπαρκτής ή μη – για την Ευρωπαϊκή ασφάλεια, οι Αμερικάνοι το αξιοποιούν συστηματικά, προκειμένου να προσδένουν ακόμη πιο σφιχτά την Ευρώπη στο γεωπολιτικό άρμα του ΝΑΤΟ. Η κλιμάκωση στο ουκρανικό μέτωπο και η επίδειξη ισχύος της Ρωσίας, κάνει πιο φοβική την Ευρώπη, πιο εξαρτημένη από τις ΗΠΑ και επιπλέον την ενεργοποιεί στρατιωτικά και την οδηγεί σε αύξηση των αμυντικών δαπανών. Σταθερά εξάλλου η Ουάσιγκτον πιέζει την Ευρώπη να ξοδέψει περισσότερους πόρους για όπλα και να σηκώσει μεγαλύτερο βάρος του νατοϊκού προϋπολογισμού.
Η στρατιωτική επανενεργοποίηση της Ευρώπης κάνει την πολεμική βιομηχανία των ΗΠΑ να τρίβει τα χέρια της. Αξίζει να αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα:
Η Γερμανία είναι κοντά στην αγορά 35 αεροσκαφών F-35 της Lockheed Martin, η Πολωνία στοχεύει στην απόκτηση μη επανδρωμένων drones της Reaper, ενώ αλλες χώρες από την Ανατολική Ευρώπη καλοβλέπουν τα αμερικάνικα Stinger και Javelin που χρησιμοποιεί με επιτυχία η Ουκρανία εναντίον του ρωσικού στρατού. Με την έναρξη της ρωσικής εισβολής στις 24 Φεβρουαρίου οι μετοχές της Lockheed Martin και της Raytheon σημείωσαν άνοδο κατά 8,3% και 3,9% αντίστοιχα. Τέλος, σύμφωνα με την ανεξάρτητη ερευνητική ομάδα Open Secrets,το πανίσχυρο λόμπι της αμυντικής βιομηχανίας στις ΗΠΑ ξόδεψε πέρυσι τα περισσότερα χρήματα την τελευταία οκταετία (περίπου 100$ εκατ.) για την άσκηση πίεσης προς την αμερικανική κυβέρνηση και την προώθηση των δικών του συμφερόντων.
Στα αρνητικά για την Αμερική, είναι το γεγονός ότι από την αδυναμία της να ανακόψει τις ρωσικές επεμβάσεις στην ανατολική Ευρώπη και τον Καύκασο, σε συνδυασμό με τις πρόσφατες αποτυχίες της σε Συρία και Αφγανιστάν, δέχεται ένα ακόμη πλήγμα το αφήγημα της παγκόσμιας ηγεμονίας της και ατονεί η δέσμευση να προστατεύει φίλους και συμμάχους. Το μονοπολικό σύστημα ισχύος που εδραιώθηκε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η κυριαρχία των ΗΠΑ αμφισβητείται έμπρακτα, καθώς αναδύεται πλέον ένα νέο σύστημα με περισσότερους πόλους ισχύος και νέες περιφερειακές δυνάμεις. Αν μάλιστα Ρωσία, Κίνα και Ινδία καταφέρουν να σφυρηλατήσουν μια μεγάλη ευρασιατική συμμαχία, τότε οι συσχετισμοί ισχύος παγκοσμίως θα αλλάξουν ανεπιστρεπτί.
Ρωσία
Εφόσον η Ρωσία επικρατήσει στον πόλεμο δίχως να υποστεί ακραίες απώλειες, από μια αμιγώς πραγματιστική οπτική, βγαίνει ωφελημένη γεωπολιτικά. Αρχικά, με την πιθανή στρατιωτική νίκη της στην Ουκρανία αποτρέπει την περαιτέρω νατοϊκή διείσδυση στα δυτικά σύνορα της. Η Ουκρανία, ως ζώνη ανάσχεσης συνιστά για την άμυνα της Ρωσίας το κρίσιμο στρατηγικό βάθος, δεδομένου ότι δεν διαθέτει κανένα φυσικό γεωγραφικό ανάχωμα στο δυτικό της άκρο. Η Μόσχα εξασφαλίζει δια της σκληρής ισχύος την ουδετερότητα του Κιέβου, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση και ιδίως στα γειτονικά της κράτη ότι είναι έτοιμη να προασπίσει με όλα τα μέσα τη ζώνη επιρροής της και τις κόκκινες γραμμές στην ασφάλεια της.
Αμφιβολίες ωστόσο στα γεωπολιτικά κέρδη της Ρωσίας έναντι του ΝΑΤΟ, δημιουργεί το σενάριο ένταξης Φινλανδίας και Σουηδίας στη βόρειο-ατλαντική συμμαχία, περιπλέκοντας τα πράγματα για το Κρεμλίνο, καθώς είναι σχεδόν αδύνατο να ανοίξει μέτωπο στις σκανδιναβικές χώρες παράλληλα ή αμέσως μετά τον ουκρανικό πόλεμο.
Παρόλα αυτά, με την επικράτηση της η Ρωσία στα ανατολικά της Ουκρανίας και στην παραθαλάσσια Μαριούπολη, κατοχυρώνει και επεκτείνει τα κατακτημένα εδάφη σε Ντόνμπας, Λούγκανσκ και Κριμαία, ενώνοντας τις περιοχές αυτές μέσω της παραλιακής ζώνης.
Το κόστος από τις οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις ΗΠΑ και Ευρώπης εναντίον της είναι κάτι που μακροπρόθεσμα είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Η Ρωσία προκειμένου να ανταπεξέλθει στη ζημιά των Δυτικών κυρώσεων προετοιμάζει από καιρό την στροφή της οικονομίας της σε εναλλακτικές οδούς, έχοντας αρχίσει να μετατοπίζει το οικονομικό της ενδιαφέρον προς την Ασία. Τη ρωσική ενέργεια που δε θα αγοράσουν οι Ευρωπαίοι, οι Ρώσοι θα μπορούσαν να τη διοχετεύσουν προς την Κίνα και την Ινδία, δύο χώρες με τεράστιες ενεργειακές ανάγκες, οι οποίες να υπενθυμίσουμε ότι αθροιστικά έχουν 3.5 φορές τον πληθυσμό ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί.
Η επίσκεψη εν μέσω πολέμου του υπουργού εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στην Ινδία για τη σύναψη νέων συμφωνιών πώλησης πετρελαίου στην Ινδία και η αναζήτηση τρόπων για την παράκαμψη του δολαρίου στις μεταξύ τους συναλλαγές είναι ενδεικτικές κινήσεις της στροφής της Μόσχας προς την Ανατολή. Εξάλλου οι κυρώσεις της Δύσης εναντίον της Ρωσίας που είναι σε ισχύ ήδη από τον προηγουμενο ρωσο-ουκρανικό πόλεμο του 2014, αντίθετα με τις προβλέψεις, δεν πτόησαν καθοριστικά τη ρωσική οικονομία. Ο Πούτιν μάλιστα θεωρεί ότι μεσοπροθεσμα οι ευρωπαϊκές κυρώσεις θα υποχωρήσουν υπό το βάρος του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους για τους Ευρωπαίους.
Επειδή στις διεθνείς σχέσεις οι δρώντες είναι τα κράτη και οι κυβερνήσεις, συνήθως στις γεωπολιτικές αναλύσεις αγνοείται ο παράγοντας της κοινωνίας. Το τίμημα των κυρώσεων βραχυπρόθεσμα το πληρώνει ο ρωσικός λαός. Δεδομένου ότι οι κυρώσεις της Δύσης είναι ασύμμετρες (συλλογική τιμωρία), στοχεύουν στην δημιουργία ασφυκτικής πίεσης του ρωσικού λαού έτσι ώστε να στραφεί εναντίον της κυβέρνησης. Πρόκειται για ένα «τζογάρισμα» εκ μέρους της Δύσης, το οποίο έχει σενάριο επιτυχίας αλλά και αποτυχίας καθώς, όσο πιθανό είναι να φθαρεί η εικόνα του Πούτιν στο εσωτερικό, είναι εξίσου πιθανό να ηρωοποιηθεί, βγαίνοντας ενισχυμένος από μια τέτοια κατάσταση.
Ευρώπη
Επιχειρώντας μια αποκωδικοποίηση της ευρωπαϊκής στρατηγικής για ρήξη των σχέσεων με τη Ρωσία, συναντάμε ερωτήματα και αντιφάσεις ως προς τα πραγματικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάλυση αναδεικνύει κυρίως αρνητικές επιπτώσεις για τους λαούς της Ευρώπης στην επιλογή σύγκρουσης με τη Ρωσία. Τα κέρδη των ΗΠΑ που επισημάναμε προηγουμένως, για την Ευρώπη μεταφράζονται σε ζημιές.
Ως γνωστόν η Ε.Ε. είναι εξαρτημένη από το ρωσικό αέριο καθώς προμηθεύεται από τη Ρωσία το 40% του συνολικού φυσικού αερίου. Ενδεικτική είναι η προειδοποίηση στη Γερμανική κυβέρνηση από την RWE, τη μεγαλύτερη πάροχο ενέργειας της χώρας, ότι ενδεχόμενη άμεση διακοπή της παροχής ενέργειας από τη Ρωσία θα έχει πολύ σοβαρές συνέπειες στα νοικοκυριά, τη βιομηχανία και την οικονομία συνολικότερα. Στην σύνοδο κορυφής των 27 μελών της Ε.Ε. στις 27 Μαρτίου υπό την παρουσία του Τζο Μπάιντεν, σαν αντισταθμισμα στην απόφαση για απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο, επισφραγίστηκε επίσημα η αγορά περισσότερου αμερικανικού LNG, με τους πολιτικούς και τα media να αποκρύπτουν το προφανές, ότι δηλαδή το υγροποιημένο αέριο εξ Αμερικής είναι σαφώς ακριβότερο από το ρώσικο.
Το ενεργειακό κόστος έχει ήδη άμεση επίδραση στην αύξηση του πληθωρισμού, που τρέχει στο 5.8 αυτή τη στιγμή στην Ευρωζώνη, αυξημένο κατά ένα τρίτο συγκριτικά με πέρυσι, με τους οικονομολόγους να προβλέπουν ότι θα φτάσει φέτος στο 7%. Για τη Γερμανία τα ποσοστά αυτά είναι τα υψηλότερα που έχουν σημειωθει τα τελευταία 40 χρόνια. Στην Ισπανία ο πληθωρισμός έφτασε στο 9,8%, αριθμός ρεκόρ από το 1985, ενώ στη Βρετανία οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι η κρίση στην Ουκρανία θα μειώσει το ετήσιο εισόδημα κατα 2.500£ ανά νοικοκυριό. Γενικά, για τους ευρωπαίους πολίτες αυτή η κατάσταση, εφόσον δεν αυξηθούν οι μισθοί, συνεπάγεται αυτομάτως ότι θα γίνουν φτωχότεροι.
Οι τραπεζικές κυρώσεις της Ευρώπης εναντίον της Ρωσίας σε ένα βαθμό γυρίζουν μπούμερανγκ στις ευρωπαϊκές τράπεζες που είναι εκτεθειμένες σε ρωσικά προϊόντα. Η στάση πληρωμών που κήρυξε η ρωσική κεντρική τράπεζα σε ξένους κατόχους ρωσικών ομολόγων, έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα σε μεγάλες τράπεζες της Ευρώπης, όπως η Raiffeisen, η Societe Generale, η ING, η Deutsche Bank, η Unicredit κ.α.
To οικονομικό κόστος για τους φορολογούμενους της Ευρώπης εξαιτίας της επιδείνωσης των σχέσεων με τη Ρωσία γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν συνυπολογίσουμε την αύξηση των αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών κρατών, η οποία συντελείται ήδη πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη, με έδρα τη Στοκχόλμη (SIPRI) καταγράφει άνοδο 19% των εξοπλιστικών δαπανών την περίοδο 2017-2021 συγκριτικά με την πενταετία 2012-2016. Στον απόηχο της ρώσο-ουκρανικής σύρραξης ήρθε και η ιστορική απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να επανεξοπλίσει με γενναία χρηματοδότηση την στρατιωτική της μηχανή.
Ποιά θα ήταν ή ανάγκη για αγορά όπλων δίχως την υποτιθέμενη απειλή της Ρωσίας; Ρητορικό το ερώτημα βεβαίως, καθώς η στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης συνιστά αλλοίωση του χαρακτήρα της Ένωσης, που αν επιπλέον συνυπολογίσουμε τα φαινόμενα λογοκρισίας στην ενημέρωση, ρωσοφοβίας και πογκρόμ εναντίον ακόμη και Ρώσων καλλιτεχνών η απλών πολιτών, όλη αυτή η παρέκκλιση από τις διακηρύξεις της E.E. αποτελεί ήττα και οπισθοδρόμηση για τους λαούς της.
Γιατί επομένως επιλέγει η Ευρώπη την καθόλου συμφέρουσα γραμμή ρήξης με τη Μόσχα; Αν κρίνουμε από την οπισθοχώρηση της Ευρώπης στα δύο ουσιώδη θέματα της άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής και των ενεργειακών συναλλαγών με τη Ρωσία, εκτιμούμε ότι η στάση των Βρυξελλών είναι μάλλον μια εκ του ασφαλούς σύγκρουση, «τόσο-όσο» με απλά λόγια. Μία εντός ορίων συμβολική κλιμάκωση συνδυαστικά με έναν ελεγχόμενο οικονομικό πόλεμο, που αποσκοπεί στην πολιτική αποσταθεροποίηση του Πούτιν, χωρίς ωστόσο να τεθούν εν αμφιβόλω ζωτικοί παράγοντες της ευρωπαϊκής οικονομικής σταθερότητας και ασφάλειας.
Κίνα
H Κίνα, παρόλο που δεν εμπλέκεται στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, θεωρητικά φαίνεται πως ευνοείται γεωπολιτικά και οικονομικά, σε μακροπρόθεσμη ανάλυση. «Όταν μαλώνει ο ελέφαντας με το βουβάλι, ο τίγρης περιμένει», λέει ένα αρχαίο ρητό. Το επίκεντρο της αμερικανικής στρατηγικής είχε αρχίσει να στρέφεται τα τελευταία χρόνια προς την Κίνα. Τώρα όμως, η Ουάσιγκτον καλείται να εστιάσει την προσοχή και τους πόρους της στο ανατολικό-ευρωπαϊκό μέτωπο, εξέλιξη που δίνει ανάσα και χώρο στο Πεκίνο.
Αναφορικά με την αναγκαστική επιλογή της Ρωσίας να συνδέσει ακόμη στενότερα την οικονομία της με την κινεζική, λόγω των εμποδίων που θα προκύψουν στις δυτικές αγορές, η Κίνα βγαίνει κερδισμένη για δύο λόγους. Πρώτον, έχοντας τεράστιες ενεργειακές ανάγκες, η αύξηση της ροής ρωσικών υδρογονανθράκων θα ήταν ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτη από τους Κινέζους. Δεύτερον, η Ρωσία στριμωγμένη από τη Δύση, θα στραφεί στην Κίνα υπό μια πιο δυσμενή θέση “ανάγκης”, με συνέπεια η ασιατική υπερδύναμη, από θέση ισχύος, να μπορεί να πετύχει ευνοϊκότερους όρους στη μεταξύ τους συνεργασία σε διάφορα επίπεδα: από τις τιμές του πετρελαίου μέχρι την ανεμπόδιστη οικονομική και πολιτική διείσδυση της στην Κεντρική Ασία.
Οι αναλυτές προβλέπουν ότι το σινο-ρωσικό εμπόριο θα επιταχυνθεί, με επακόλουθο την αύξηση στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων στη Ρωσία. Τώρα μάλιστα, παρουσιάζεται η ευκαιρία στο Πεκίνο να προωθήσει το δικό του διακρατικό τραπεζικό σύστημα (CIPS), έναν οικονομικό μηχανισμό που παρακάμπτει το αμερικανικό δολάριο, ενισχύοντας το γιουάν.
Τέλος, η σημαντική ευκαιρία που παρουσιάζεται στην Κίνα να διαμεσολαβήσει μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών αναβαθμίζει δυνητικά το διπλωματικό της κύρος διεθνώς. Το δεδομένο αυτό, περισσότερο ως δυνατότητα παρά ως πραγματικότητα (η Κίνα περιμένει, χωρίς να έχει εμπλακεί δυναμικά έως τώρα), θα μπορούσε να αναγάγει το Πεκίνο σε αποτελεσματική δύναμη στην παγκόσμια διπλωματική σκηνή. Όντας ικανή να παρεμβαίνει και να επιλύει περίπλοκες διενέξεις, θα έστελνε ένα ισχυρό μήνυμα και στις μη φιλικές χώρες στον Ινδικό και Ειρηνικό ωκεανό (πχ. Φιλιππίνες), που συσπειρώνονται προς το παρόν στη γραμμή των ΗΠΑ.