Η φαντασία στην Ιστορία

Όπως κάθε πρωί από τότε που αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα, παρατάχθηκαν σε θέση μάχης απέναντι από τους Έλληνες. Δεν φαινόταν να υπάρχει λόγος βιασύνης. […]

Με μια φωνή οι Έλληνες άρχισαν να τραγουδούν τον ιερό παιάνα. Οι Πέρσες σάστισαν. […]

Οι οπλίτες στριμώχνονταν ο ένας δίπλα στον άλλο, ώμο με ώμο, ασπίδα με ασπίδα. […]

Ο τρόμος και ο φόβος είχαν διαλυθεί τώρα που ο στρατός προχωρούσε. Οι άνδρες που τα είχαν κάνει πάνω τους στις γραμμές τώρα έπαιρναν δύναμη από τους ορμητικούς άνδρες που τους περικύκλωναν. Μετά από μισό περίπου χιλιόμετρο, αυτή η μάζα των ανδρών άρχισε να ουρλιάζει την άγρια και τρομακτική κραυγή μάχης: Αλαλαί!

Οι Πέρσες δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους. […]

Αυτό που έβλεπαν μπροστά τους ήταν κάτι καινούργιο, αλλά κανείς τους δεν αμφέβαλλε ούτε για μια στιγμή ότι θα εξόντωναν αμέσως όλους αυτούς τους ορμητικούς οπλίτες.[1]

 

Στο απόσπασμα από το βιβλίο του Jim Lacey για τη Μάχη του Μαραθώνα, η φανταστική -μεταφορικά και κυριολεκτικά- περιγραφή της μάχης με κάθε λεπτομέρεια αφήνει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι ο Ιστορικός έχει στην κατοχή του οπτικοακουστικό υλικό 2500 ετών. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γνωρίζει ο συγγραφέας την πρωινή διάθεση των Περσών, τα τραγούδια και τις ιαχές των επελαύνοντων Αθηναίων, την απόσταση που περπάτησαν οι οπλίτες και την εναλλαγή συναισθημάτων στα δύο στρατόπεδα; Φυσικά, τόσο ακριβή ιστορικά στοιχεία για τη μάχη του Μαραθώνα δεν υπάρχουν. Οι πηγές στις οποίες βασίζονται οι ερευνητές έχουν μεγάλα κενά, αντιφάσεις και ανακρίβειες, αφήνοντας αναπάντητες ακόμα και βασικές πτυχές των γεγονότων. Παρ’ όλα αυτά, στο παράδειγμα που παραθέσαμε ο ιστορικός αξιοποιεί όλη την διηγηματική του ικανότητα και φαντασία, παραδίδοντας στο κοινό μια εκδοχή της μάχης στα όρια της κινηματογραφικής γραφής.[2]

Ερωτήσεις δίχως απαντήσεις

Με αφορμή το συγκεκριμένο απόσπασμα και δίχως να θέλουμε να υποτιμήσουμε την αξία του έργου του Lacey, γεννιέται μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με τα όρια της ακρίβειας και της αξιοπιστίας στην Ιστοριογραφία, όσο ποιοτικά κι αν έχει τελεστεί η έρευνα του Ιστορικού.

  • Είναι σε θέση η Ιστορία ως επιστήμη να αποδώσει πιστά ένα ιστορικό γεγονός – ειδικότερα εκείνα της Αρχαιότητας των οποίων οι πηγές είναι λίγες και ασαφείς;
  • Σε ποιο βαθμό η περιγραφή βασίζεται στις πηγές, και σε ποιον είναι ερμηνεία; Πόσο αξιόπιστη μπορεί να είναι μiα λεπτομερής εξιστόρηση του παρελθόντος;
  • Ποια είναι η μέθοδος συρραφής των ευρημάτων από τους ιστορικούς και η σύνθεση τους σε ένα ολικό αφήγημα;
  • Πόσο ασφαλής είναι η μέθοδος, ποια είναι τα όρια της; Ποιες οι πιθανότητες σφάλματος στην ιστοριογραφική διαδικασία και στη συναγωγή συμπερασμάτων;
  • Μήπως ο ιστορικός επιστήμονας, αλλά και ο σύγχρονος πολιτισμός που αντιπροσωπεύει, κάνουν προβολή των δικών τους πολιτισμικών στοιχείων στο ερευνώμενο ιστορικό αντικείμενο;

«Ίσως απλώς να λειαίνουμε τις αιχμηρές γωνίες, χάνοντας αυτό που πραγματικά συνέβη, προκειμένου να γράψουμε την ιστορία όπως μας βολεύει», σχολιάζει ο Louis Menand σε σχετικο άρθρο του.[3] Αρκετοί διερωτώνται αν η Ιστορία ανήκει περισσότερο στο πεδίο της επιστήμης ή της τέχνης. Ο βαθμός στον οποίο η ιστορική γνώση στηρίζεται στα επιστημονικώς αποκτηθέντα προϊόντα του ερευνητικού της μόχθου ή στη φαντασία και τον λυρισμό, αποτελεί ζήτημα ενός διαλόγου που δεν κλείνει ποτέ.

Σε αντίθεση με τις θετικές επιστήμες που δίνουν ήσσονα σημασία στις αφηγηματικές τεχνικές για την κατάθεση των μελετών τους, ο ιστορικός δίνει βαρύτητα στην επικοινωνία, τη φαντασία και τη λυρικότητα κατά την περιγραφή και παρουσίαση των ερευνητικών του αποτελεσμάτων.

Σύμφωνα με τον Marwick, στον πυρήνα της Ιστοριογραφίας εκτός από την ανακάλυψη του τι συνέβη, εξίσου σημαντική είναι η επικοινώνηση των ανακαλύψεων: «Ο ιστορικός» συνεχίζει, «ανακατασκευάζει το παρελθόν με λέξεις και ιδέες».[4] Παρομοίως, ο ιστορικός G. R. Elton περιγράφει την Ιστορία ως «φαντασία που ελέγχεται από τη μάθηση και την ακαδημαϊκότητα, μάθηση και ακαδημαϊκότητα που αποκτούν νόημα μέσα από την φαντασία»[5], ενώ o A. J. P. Taylor θεωρεί ότι είναι «απλώς μια μορφή αφήγησης. Αφήγηση με γεγονότα.»[6]

Τι είναι η Ιστορία

Τα ερωτήματα και η ασάφεια γύρω από τη φύση της Ιστοριογραφίας υπογραμμίζονται ακόμη και από τους ορισμούς που της έχουν αποδοθεί από διάφορους θεωρητικούς. Παρόλο που φυσικά δεν υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός πέρα από τη γενική διατύπωση πως η Ιστορία  διαπραγματεύεται παρελθοντικά γεγονότα ατόμων και κοινωνιών, είναι αρκετοί αυτοί που επισημαίνουν τον παράγοντα της ερμηνείας, της γενίκευσης και της «μετάφρασης» του παρελθόντος με όρους παρόντος.

Τμήμα του έργου «Ιστορίαι» 8ος τόμος του Ηροδότου, γραμμένο σε πάπυρο. Το εύρημα χρονολογείται στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ.

Ο Ajaegbo ορίζει την ιστορία ως την έρευνα, ερμηνεία, καταγραφή και μελέτη του παρελθόντος, βάσει μνήμης ή ντοκουμέντων που έχουν νόημα για το παρόν και το μέλλον της κοινωνίας.[7] Παρομοίως και ο Cheney θεωρεί βασικό συστατικό της ιστορικής γνώσης την ερμηνεία και την εξήγηση των γεγονότων.[8] Η υποκειμενικότητα τονίζεται και στον ορισμό του Ifemeje, που πλάι στην έρευνα τοποθετεί την ερμηνεία και τη γενίκευση ως βασικούς παράγοντες της ιστορικής γνώσης.[9]

Στον ορισμό του Zeleza επισημαίνεται η επίδραση στην ιστορική γνώση του ίδιου του ερευνητή και η κατανόηση του παρελθόντος με όρους παρόντος: «η ιστορία δεν είναι απλώς μια στείρα αναπαράσταση του παρελθόντος αλλά μια διαδικασία ανακατασκευής, στην οποία συγκεκριμένες πτυχές του παρελθόντος αποσπώνται, διαδραματίζονται και βιώνονται από ανθρώπους του παρόντος.»[10]

Πώς γράφεται η Ιστορία

Σε συνέχεια των θεωρητικών προσεγγίσεων, η ίδια η πρακτική και η μεθοδολογία της ιστορίας ως επιστήμης, εμπεριέχει τα στοιχεία της ερμηνείας, της γενίκευσης και της αφηγηματικότητας. Συγκεκριμένα, τα στάδια της ιστορικής μεθόδου είναι τα εξής:[11]

  • Αναγνώριση και προσδιορισμός ενός θέματος
  • Συλλογή και συγκέντρωση των τεκμηρίων

Οι πηγές από τις οποίες συλλέγει στοιχεία ο ιστορικός είναι συνήθως χειρόγραφα κείμενα, επιγραφές, χειροτεχνήματα και υλικές κατασκευές, ενώ όταν αυτά δεν επαρκούν η έρευνα συχνά μπορεί να στραφεί στην προφορική παράδοση και στα τραγούδια. Η αξιοποίηση των προφορικών πηγών ωστόσο, πυροδοτεί συζήτηση στους επιστημονικούς κύκλους γύρω από την αξιοπιστία τους στην ιστορική έρευνα.

  • Επιλογή και οργάνωση των γεγονότων

Σε αυτό το στάδιο ο ερευνητής κάνει τη διαλογή των γεγονότων που θεωρεί ότι σχετίζονται με την ιστορική φάση που μελετά, απορρίπτοντας όσα αξιολογεί ως άσχετα ή μη ιστορικά. Τα γεγονότα είναι σαν «ψάρια στον ωκεανό» όπως το έθεσε γλαφυρά ο E. H. Carr: «τα δεδομένα που θα πιάσει ο ιστορικός εξαρτώνται εν μέρει από την τύχη αλλά κυρίως από την θάλασσα που επιλέγει να αλιεύσει και τον εξοπλισμό που θα χρησιμοποιήσει. Γενικά, ο ιστορικός θα βρει τα γεγονότα που θέλει να βρει».[12]

  • Ανάλυση και ερμηνεία των δεδομένων

Η ανάκτηση των έργων και των δομών του ανθρώπου από το παρελθόν είναι κάτι διαφορετικό από το παρελθόν καθεαυτό. Στο στάδιο αυτό, η ευθύνη του ιστορικού να αναλύσει, να κατανοήσει και να εξηγήσει τα ιστορικά ευρήματα συνιστά κρίσιμη και λεπτή παρέμβαση στην κατάδειξη μιας ιστορικής αλήθειας.

  • Αξιολόγηση ευρημάτων

Εδώ ο ιστορικός καλείται να αποτιμήσει τα δεδομένα της έρευνας του. Η επαλήθευση των δεδομένων της επιστημονικής μελέτης εκτός του εργαστηρίου μπορεί να γίνει και με διασταύρωση στο ίδιο το πεδίο της έρευνας. Τι συμβαίνει όμως όταν δεν υπάρχουν επαρκείς πηγές για τη διασταύρωση; Στην περίπτωση αυτή -συχνή στην Ιστορία- τα συμπεράσματα που εξάγει ο ιστορικός είναι μάλλον επισφαλή, γεγονός όμως που συνήθως δεν τον αποτρέπει από το να τα διατυπώσει.

  • Παρουσίαση

Εν τέλει η υπόθεση και η γενίκευση, αποτελούν χρήσιμες ή αναπόφευκτες τεχνικές στα χέρια του ιστορικού, εγείροντας εύλογα αμφιβολίες σχετικά με την ακρίβεια και την πιστότητα της ιστορικής αφήγησης, έτσι όπως αυτή καταλήγει στα βιβλία ή στις οθόνες ενός «ανυποψίαστου» αναγνώστη. Σύμφωνα με τον Carr[13], εάν θεωρήσουμε ότι ένας ερευνητής των θετικών επιστημών χρησιμοποιεί νόμους και θεωρίες για να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα, ο ιστορικός αξιοποιεί την υπόθεση και τις γενικεύσεις για να επαληθεύσει τις αποδείξεις και να ανακατασκευάσει το παρελθόν.

Η προσωπική ιδεολογία του ιστορικού

Συνεπαγωγικά όλων αυτών, τίθεται με επίταση ο παράγοντας της προσωπικής ιδεολογίας του ίδιου του ιστορικού, επί της αντικειμενικότητας της ιστορικής έρευνας. Καταρχάς, θα πρέπει μάλλον να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι αντικειμενική ιστορία δεν υφίσταται.Ο Ajaegbo[14] θεωρεί ότι η απόλυτη ιστορική αντικειμενικότητα είναι ανέφικτη, όντας μάλλον αδύνατο για τους ανθρώπους να προσεγγίσουν τα ιστορικά προβλήματα απαλλαγμένοι από τις προϋπάρχουσες αντιλήψεις ή προκαταλήψεις τους. Είναι εξαιρετικά δύσκολο το αποτέλεσμα της εργασίας ενός ιστορικού να μείνει απόλυτα ανεπηρέαστο από την δική του οπτική των πραγμάτων, την ιδεολογία ή τη σχολή σκέψης με την οποία ταυτίζεται, τις προσδοκίες και την ιδιοσυγκρασία του.

«Κάθε ιδιοφυής άνθρωπος που γράφει Ιστορία ενσταλάζει εντός της, μάλλον ασυνείδητα, το χαρακτήρα της δικής του συνείδησης», υποστηρίζει ο Cohen. Επικρίνει σφοδρά, μάλιστα, όσους παράγουν αυτό που αποκαλεί «Κακή Ιστορία», δηλαδή εκείνους τους ιστορικούς, που ως «κλέφτες» της Ιστορίας, παραποιούν την πραγματικότητα προκειμένου να εκθειάσουν τον εαυτό τους ή να εξωραΐσουν τη συμπεριφορά της χώρας τους.[15]

Θεωρητικά

Το θέμα του άρθρου αγγίζει μια κλασική αντιπαράθεση ανάμεσα στις διαφορετικές σχολές σκέψης.

Σύμφωνα με τον αντικειμενισμό η ιστορία μπορεί να κατακτηθεί ως αντικειμενική επιστημονική γνώση. Η ιστορική μέθοδος λειτουργεί ως φίλτρο που διακρίνει την αλήθεια από τη μη αλήθεια, βασιζόμενη στα γεγονότα, τις πηγές, τα τεκμήρια, τα οποία επισφραγίζουν την αντικειμενικότητα της ιστορίας.

Με βάση τον σχετικισμό η ιστορία δεν αποτελεί επιστημονικό κλάδο και δεν μπορεί να συνεισφέρει στην επιστημονική γνώση. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεώρηση, η ιστορία είναι μια μορφή τέχνης, δοξασίας ή πολιτισμική έκφραση της οποίας η αλήθεια δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ορθολογικά με πραγματικά επιχειρήματα.

Πέρα από τον αντικειμενισμό και τον σχετικισμό στην επιστήμη, ο Chris Lorenz προτάσσει το δικαίωμα στην ορθολογική διαφωνία και στον πλουραλισμό των θέσεων.[16] Αυτός ο «τρίτος δρόμος» στην φιλοσοφία της ιστορίας ονομάστηκε από την Hilary Putnam[17] «εσωτερικός ρεαλισμός» και βασίζεται σε δύο αρχές:

Πρώτον, η πραγματικότητα υπάρχει ανεξάρτητα από το αν τη γνωρίζουμε ή όχι, και δεύτερον, οι επιστημονικές θέσεις και θεωρίες αναφέρονται σε αυτή την ανεξαρτητη πραγματικότητα. Ο όρος «εσωτερικός» σημαίνει ότι κάθε φορά που γίνεται επίκληση των γεγονότων και της αλήθειας, αναφερόμαστε σε μια αλήθεια που γίνεται αντιληπτή μέσα από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο κατανόησης και περιγραφής.

Δεν υπάρχει ένα θεϊκό πανοπτικό μάτι που κατέχει την απόλυτη γνώση, υπάρχουν μόνο διαφορετικές οπτικές γωνίες πραγματικών ανθρώπων, που αντικατοπτρίζουν τα εκάστοτε συμφέροντα και σκοπούς που οι θεωρίες τους εξυπηρετούν. Για να το κάνει πιο κατανοητό, ο Lorenz δανείζεται ένα παράδειγμα από τον Nelson Goodman: «Η πρόταση ότι ο ήλιος πάντα κινείται αλλά και η αντίθετη, ότι ο ήλιος δεν κινείται ποτέ, ανάλογα με την οπτική και το πλαίσιο αναφοράς τους είναι και οι δύο αληθείς.»[18]

 

Είναι μάλλον ανέφικτη η απόλυτη εγκυρότητα και ακρίβεια στην αφήγηση των γεγονότων, και αναξιόπιστη εκείνη η Ιστορία που με περίσσια αυτοπεποίθηση φρονεί ότι κατέχει την πλήρη αλήθεια του παρελθόντος. Όπως ανέφικτη είναι και η διαφυγή από τον εαυτό, τις προσωπικές και πολιτισμικές μας νόρμες, με τις οποίες εντέλει κατανοούμε τον κόσμο.

Θα ήταν άστοχη μια συνολική αμφισβήτηση της Ιστορίας ως επιστήμης, καθώς παραμένει αδιαπραγμάτευτη η διαφωτιστική και εκπαιδευτική της αξία. Εξάλλου, ίσως το σπουδαιότερο δίδαγμα της ίδιας της Ιστορίας να είναι ο σκεπτικισμός απέναντι στις βεβαιότητες και τα απόλυτα.

Για να γραφτεί το κείμενο, χρειάστηκε πολλή δουλειά και χρόνος. Δωρίζοντας το ποσό που επιθυμείτε (Donate) βοηθάτε τους συντάκτες του foreign politics να συνεχίσουν την προσπάθεια. Η στήριξη σας μετράει πραγματικά.

Θωμάς Ρούτσης

 


[1] Jim Lacey, The first Clash, Bantam Books, New York, 2011.

[2] Προς τιμήν του, ο Lacey στις υποσημειώσεις παραδέχεται ότι η ανασύνθεση των γεγονότων είναι η δική του οπτική, η οποία βασίζεται σε σκόρπια και αντιφατικά ευρήματα εξηγώντας τους λόγους που επέλεξε τη συγκεκριμένη εκδοχή της Μάχης του Μαραθώνα.

[3] Louis Menand, The people who decide what becomes History, The New Yorker, April 18, 2022 Issue.

[4] Marwick, A., The nature of history, The Macmillan Press Ltd., London, 1970.

[5] Elton, G. R., England Under The Tudors, Methuen, London, 1955.

[6] Taylor, A. J. P., English History: 1914-1945, Oxford University Press, New York, 1965.

[7] Ajaegbo, D. I., The sources and values of history in society, In D. Ajaegbo, L. Odozor & M. Okpala (eds.), Readings in the Humanities, Orient Publishers, Onitsha, 1991.

[8] Cheney, E. P., Law in history and other essays, Alfred A. Knopf Inc., New York, 1927

[9] Ifemeje, C.C., Introduction to history, Pacific Publishers, Obosi, 1988.

[10] Zeleza, T., The production of historical knowledge, Transafrican Journal of History, 19, 1-23, 1990

[11] Ajaegbo, D., “The Unity of Knowledge: History as Science and Art”, Bahir Dar, AFRREV IJAH, Vol. 2 (3), 2013, 1-19

[12] Carr, E.H., What is history?, Penguin Books, England, 1980.

[13] Βλ. 11.

[14] Ajaegbo, D. I., Origins and development of modern historical scholarship before 1900, Journal of Arts and Social Sciences, Vol.1, 1994.

[15] Richard Cohen, Making History: The Storytellers Who Shaped the Past”, Simon & Schuster.

[16] Lorenz, Historical Knowledge and Historical Reality: A Plea for “Internal Realism”, History and Theory Vol. 33, No. 3, Oct. 1994.

[17] Putnam, Reason, Truth and History, Cambridge, 1981.

[18] Goodman, Ways of Worldmaking. Indianapolis, 1978.