Ανδρέας Παπανδρέου - Γιασέρ Αραφάτ, φίλοι μέχρι τέλους.

Περιγράφοντας την Ελλάδα της μεταπολίτευσης με μια φωτογραφία, αυτή θα μπορούσε να είναι μία με τον Ανδρέα Παπανδρέου να εκφωνεί κάποιον πύρινο λόγο. Πρόσωπο σύμβολο μιας εποχής, σημείο αναφοράς για το παρόν. Πρότυπο προς μίμηση για θαυμαστές ή προς αποφυγή για τους επικριτές. Ακόμη και σήμερα, μετά θάνατον, η αναφορά στον «Ανδρέα» διεγείρει πάθη, λατρεία, χαμένες προσδοκίες, θυμό και το αίσθημα του δυσαναπλήρωτου.

Μια συζήτηση για τα αποτελέσματα της πολιτικής του στο εσωτερικό της Ελλάδας θα κατέληγε σε σωρεία αντιφατικών συμπερασμάτων. Στα εξωτερικά όμως, είχε το χάρισμα της ευρείας αντίληψης του κόσμου και της διεθνούς γεωπολιτικής. «Ως  γνήσιο  «πολιτικό ον» δεν άντεχε τη βαθύτατη τεχνική, γραφειοκρατική agenda της περιόδου εκείνης, …Ο Α.Γ.Π. καταλάβαινε την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα, το διπολικό δηλαδή κόσμο του ψυχρού πολέμου… Γι’ αυτό και το αγαπημένο του θέμα στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια, ήταν αυτό «των Σχέσεων Ανατολής-Δύσης»[1]. Είναι τo σχόλιο του Παναγιώτη Ιωακειμίδη, που ακολουθούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια ως σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών.

Εξέχουσα θέση στον γεωπολιτικό ορίζοντα του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, είχε η ξεκάθαρη φιλοαραβική του στάση και ο σεβασμός που λάμβανε ως ανταπόδοση η Ελλάδα και ο ίδιος προσωπικά από πλείστα αραβικά κράτη και ηγέτες.

Ενδεικτικά αναφέρουμε δύο ιστορικά και θεαματικά στιγμιότυπα τη δεκαετία του 80′. Ο Παπανδρέου προσφέρει καταφύγιο στην Ελλάδα στον ηγέτη και σύμβολο του παλαιστινιακού αγώνα Γιασέρ Αραφάτ εν μέσω του πολέμου του λαού του με το Ισραήλ. Δεύτερο: Με απόφαση του Έλληνα πρωθυπουργού οργανώθηκε συνάντηση στην Κρήτη του Λίβυου προέδρου Καντάφι με τον Γάλλο ομόλογό του Μιτεράν, με στόχο την επίλυση της μεταξύ τους κρίσης για το Τσαντ στην Αφρική. Και οι δύο περιπτώσεις έκαναν κρότο στη διεθνή σκηνή. Άλλοι τον αποθέωσαν, άλλοι τον λοιδόρησαν.

Θριαμβικό εξωφυλλο της «Ελευθεροτυπίας» με τη συνάντηση Παπανδρέου-Καντάφι-Μιτεράν στην Ελούντα της Κρήτης το 1984.

Ο φιλοαραβισμός του Παπανδρέου, όπως ήταν φυσικό, συνοδευόταν από κριτική στον ιμπεριαλισμό της Αμερικής και της Ευρώπης. Οι ανεξάρτητες πρωτοβουλίες και η κριτική  του προς το δυτικό μπλοκ είχαν εγείρει την έντονη δυσαρέσκεια της Δύσης. Τον είχαν κατηγορήσει ακόμη και για υπόθαλψη της διεθνούς τρομοκρατίας. Η στάση του ΠΑΣΟΚ  αρχίζει να γίνεται πιο μετριοπαθής το διάστημα 1985-1989,  συμπλέοντας με τα νερά της Δύσης, προς μια πιο κομφορμιστική στάση στις σχέσεις με την ΕΟΚ και τις ΗΠΑ.

Ο Ανδρέας, εναγκαλιζόμενος καθεστώτα διόλου δημοφιλή στο δυτικό στρατόπεδο, ήταν τολμηρός αλλά όχι παράφρων. Ρίσκαρε μεν να βρεθεί στο περιθώριο του δυτικού κόσμου ή ακόμη και να τύχει μιας από τις …συνήθεις σκιώδεις επεμβάσεις της Ουάσινγκτον, αλλά είχε τους λόγους του.

Αφενός είχε το ιδεολογικό έρεισμα να υπερασπίζεται τα ριζοσπαστικά, αντιαποικιακά καθεστώτα του αραβικού κόσμου. Αρκετά εξ’ αυτών αυτοπροσδιορίζονταν ως σοσιαλιστικά. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα συντασσόταν με το κίνημα των Αδεσμεύτων, τις χώρες δηλαδή που τηρούσαν ουδέτερη στάση στον ψυχρό πόλεμο ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης. Αφετέρου, οι επιλογές του υπαγορεύονταν από το δικό του στρατηγικό σχέδιο, το οποίο θα συνοψίζαμε πολύ γενικά στο «θα δώσω μόνο αν πάρω» και στην εξισορρόπηση της τουρκικής απειλής.

Παπανδρέου – Αραφάτ

«Στο λιμάνι του Πειραιά μας υποδέχτηκε ο ηγέτης Παπανδρέου με τους υπουργούς της κυβέρνησής του και ένα τεράστιο πλήθος Ελλήνων. Σε εκείνη την υποδοχή ο Ανδρέας Παπανδρέου με τύλιξε με τη ζεστασιά, την αγάπη και τη φιλία του. Με έκανε να νιώθω ότι η Ελλάδα είναι πατρίδα μου και οι Έλληνες είναι η οικογένειά μου και συμπατριώτες μου».  Τα λόγια αποτελούν απόσπασμα από την αποχαιρετιστήρια επιστολή του Γιασέρ Αραφάτ για τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου[2]. Αναφέρεται στα γεγονότα του Σεπτέμβρη του 1982, όταν ο Παλαιστίνιος ηγέτης, μετά την εισβολή των Ισραηλινών στο Λίβανο, μεταφέρθηκε με ελληνικά πλοία από τη Βηρυτό στο Φάληρο, όπου τον υποδέχτηκε θερμά ο Έλληνας πρωθυπουργός.

Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1981, ο Αραφάτ είχε επισκεφθεί την Αθήνα αποδεχόμενος την πρόσκληση της ελληνικής κυβέρνησης. Τότε η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναγνώρισε επίσημα την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), αναβαθμίζοντας το Γραφείο Πληροφοριών της οργάνωσης σε Διπλωματική Αποστολή. Ο Παπανδρέου δήλωσε τη στήριξη του στον παλαιστινιακό λαό, επικρίνοντας ανοιχτά το Ισραήλ. Οι θέσεις του προκάλεσαν αγανάκτηση στη Δύση, όπου η PLO θεωρούνταν τρομοκρατική οργάνωση.

Ο Αραφάτ επισκέφθηκε κι άλλες φορές την Ελλάδα ως προσκεκλημένος στα συνέδρια του ΠΑΣΟΚ. Το 1984 στο πρώτο συνέδριο του κόμματος, όπου μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν η χήρα του Αλιέντε και εκπρόσωποι του Φιντέλ Κάστρο, ο Αραφάτ εμφανίστηκε υπό τη συνοδεία Παλαιστίνιων γυναικών που κρατούσαν καλάσνικοφ. Στο συνέδριο του 2001 θυμήθηκε και αναφέρθηκε στην ιστορική υποδοχή του το 1981: «Τότε έφτασα στην καλή ελληνική γη όπου βρήκα εκείνη την αξέχαστη λαϊκή υποδοχή στους παλαιστίνιους αντάρτες».

Παπανδρέου – Καντάφι

Ο Καντάφι είχε ανακηρύξει την Λιβύη ως «επαναστατική, μη δογματική σοσιαλιστική δημοκρατία». Η επίσημη ονομασία ήταν Λαϊκή Σοσιαλιστική Λιβύη Αραβική Τζαµαχιρία – Δημοκρατία των Μαζών. Ο Παπανδρέου με κάποια δόση υπερβολής έβλεπε το καθεστώς ως «διακυβέρνηση στα πρότυπα του δήμου των Αρχαίων Αθηναίων» με τελικό στόχο την «αταξική κοινωνία».

Ο Καντάφι, που γνώριζε λίγα ελληνικά ως απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων, στη συγχαρητήρια επιστολή προς το ΠΑΣΟΚ για την εκλογική του επικράτηση το 1985 ευχήθηκε «την τελική νίκη του σοσιαλισμού».  Στη Λιβύη εξάλλου, είχε  την έδρα της η Γραμματεία των Σοσιαλιστικών Κοµµάτων της Ανατολικής Μεσογείου.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον Μουαμάρ Καντάφι ή «βασιλιά φιλόσοφο», όπως τον αποκαλούσε.

Ο λίβυος στρατηγός είχε ανακτήσει τον κρατικό έλεγχο των κοιτασμάτων πετρελαίου της χώρας του, ενώ πίεζε Αμερικάνους και Άγγλους να αποσύρουν τις βάσεις τους. Ο Παπανδρέου επικροτούσε την πολιτική του, με τους δύο άνδρες να θέτουν ως φιλόδοξο στόχο στη συνάντηση τους το 1984 την απομάκρυνση όλων των ξένων στρατευμάτων από τη Μεσόγειο.

Το 1984 συναντήθηκαν επισήμως δύο φορές. Αρχικά τον Σεπτέμβρη στην επίσκεψη του Παπανδρέου στην Τρίπολη της Λιβύης, όπου μεταξύ άλλων τοποθεσιών, οι συζητήσεις των δύο ανδρών έλαβαν χώρα εντός μιας πολύχρωμης σκηνής στην έρημο. Η οικονομική συμφωνία προέβλεπε λιβυκές επενδύσεις στην Ελλάδα ύψους 1δισ. Συμφώνα ωστόσο με ανεπιβεβαίωτα επίκαιρα της εποχής, ο Παπανδρέου δεν ήταν αισιόδοξος για την υλοποίηση της, καθότι ο Καντάφι έθεσε ως όρο να βγάλει λόγο στη Βουλή των Ελλήνων αλλά και σε ανοιχτή λαϊκή συγκέντρωση στην πρωτεύουσα. Ανεξάρτητα από τη φημολογία πάντως, από τότε η Λιβύη θα στηρίζει σταθερά την Ελλάδα στον ΟΗΕ αναφορικά με το Κυπριακό.

Η δεύτερη ιστορική συνάντηση έλαβε χώρα τον Νοέμβρη στην Ελούντα, έπειτα από την πρωτοβουλία του Έλληνα πρωθυπουργού να οργανώσει τριμερή συνδιάσκεψη με τον  Μουαμάρ Καντάφι και τον πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν. Το επίδικο της συνάντησης ήταν η επίλυση της μεταξύ τους διένεξης στο Τσαντ της Αφρικής. Με την επιτυχή  έκβαση της συνάντησης και τη «Συμφωνία της Ελούντας», όπως ονομάστηκε, η Ελλάδα κέρδισε διεθνή αναγνώριση ως διαμεσολαβήτρια δύναμη μεταξύ δυτικών και αραβικών κρατών.

Στρατηγική

Η θερμή σχέση του Παπανδρέου με τα αραβικά κράτη και ιδιαιτέρως με τα πιο αναθεωρητικά, όπως το Ιράκ, η Λιβύη, η Συρία και η Παλαιστίνη, μαζί με τη συνακόλουθη αντι-ισραηλινή και αντι-Νατοϊκή ρητορική απέβλεπε στα εξής οφέλη:

Ο ριζοσπαστικός ιδεολογικός προσανατολισμός του ΠΑΣΟΚ τόνωνε το σοσιαλιστικό και αντι-ιμπεριαλιστικό προφίλ του κόμματος. Ας μην ξεχνάμε ότι στην ελληνική κοινή γνώμη ο αντιαμερικανισμός βρισκόταν στο αποκορύφωμα του, με αποτέλεσμα η πολιτική του Ανδρέα να αποκομίζει πολιτικό όφελος στο εσωτερικό.

Ένας ακόμη παράγοντας στη στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής του Παπανδρέου ήταν το πιθανό οικονομικό κέρδος από τις σχέσεις με τις αραβικές χώρες. Συγκεκριμένα, η προοπτική προσέλκυσης επενδύσεων στην Ελλάδα και η προμήθεια καυσίμων σε μειωμένη τιμή από τις πλούσιες σε πετρελαϊκά κοιτάσματα χώρες, όπως η Λιβύη. Παραμένει αμφίβολο ωστόσο, το αν προέκυψε τελικά κάποιο ουσιαστικό οικονομικό όφελος για την Ελλάδα.

Ο κεντρικός παράγοντας στη στρατηγική του Παπανδρέου ήταν η ενίσχυση του ρόλου της Ελλάδας ως συνδετικού κρίκου μεταξύ Δύσης και Ανατολής και η εξασφάλιση στήριξης για το Κυπριακό και το Αιγαίο. Ο κρίσιμος στόχος ήταν η εξισορρόπηση της τουρκικής ισχύος, μέσω μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, που θα δημιουργούσε συμμαχίες και θα προκαλούσε πολύπλευρη πίεση στην Άγκυρα.

«Η Ελλάδα είναι σε ένα κομβικό σημείο. Είμαστε ταυτόχρονα Ευρώπη, είμαστε Βαλκάνια, είμαστε Μεσόγειος και Μέση Ανατολή και μία ολοκληρωμένη εξωτερική πολιτική δεν πρέπει ποτέ να αγνοεί κανέναν από τους παράγοντες αυτούς που συνθέτουν το περιβάλλον μας». Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή της ομιλίας του Ανδρέα Παπανδρέου το 1990 σε αίθουσα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αναφορικά με το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής που ήθελε να ακολουθήσει.

Παράλληλα, αμφισβήτησε εμπράκτως στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘80 το περίφημο δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν». Θεωρούσε ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις ήταν υπέρ του δέοντος υποχωρητικές προς τη Δύση, δίχως να απαιτούν αντισταθμιστικά μέτρα για τις παραχωρήσεις τους.

Αυτό ακριβώς επιδίωκε να αλλάξει ο Έλληνας πρωθυπουργός. Να καταστήσει την Ελλάδα υπολογίσιμη στις διαπραγματεύσεις και λιγότερο δεδομένη τη συναίνεση της. Να σταματήσει να εκχωρεί κυριαρχικά δικαιώματα και διευκολύνσεις εν λευκώ, χωρίς να διεκδικεί αμοιβαία ανταλλάγματα.

Έφτασε στο σημείο μάλιστα να απειλήσει να κλείσει τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα: «(σ.σ. Οι αμερικανικές βάσεις) Είναι μια διμερής συμφωνία προς εξυπηρέτηση αποκλειστικά της ασφάλειας και των στόχων των στρατηγικών των Ηνωμένων Πολιτειών. Για μας πρέπει να υπάρξει αντάλλαγμα και σοβαρό μάλιστα για την οποιασδήποτε χρονικής διάρκειας παραμονή τους στη χώρα μας …Μόνον υπό τέτοιους όρους μπορείς να παραχωρήσεις κυριαρχία. Είναι σαφές ότι η αμοιβαιότης μπορεί να ικανοποιηθεί μονάχα στο μέτρο που η εθνική μας ασφάλεια καλύπτεται. Είναι η μόνη δικαίωση για την ύπαρξη εδώ αμερικανικών βάσεων, καμία άλλη…». Απόσπασμα από ομιλία του στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ.

Για αυτό λοιπόν έκανε «ανοίγματα» και προς ανατολάς, στοχεύοντας να άρει την εξάρτηση από τη Δύση, μέσω μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.

«Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε να ελπίζει πολιτικά στη στήριξη των αραβικών κρατών στα κρίσιμα εθνικά θέματα της Ελλάδας, το Κυπριακό και το Αιγαίο. Η υποστήριξη των Παλαιστινιακών θέσεων, όπως και των Αρμενίων και Κούρδων στόχευε στην κινητοποίηση των Αράβων, Αρμενίων και Κούρδων υπέρ των ελληνικών θέσεων έναντι της Τουρκίας.»[3]

Η φιλοαραβική στάση του Παπανδρέου και η αναζήτηση συμμαχιών για την αντιμετώπιση της Τουρκίας, ως ένα βαθμό απέφερε καρπούς. Αναφέρουμε δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

Οι αραβικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Λιβύης του Καντάφι, σεβάστηκαν το ψήφισμα 541 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το 1983, που καταδίκαζε την ανακήρυξη του τουρκοκυπριακού κράτους. Τα κράτη του αραβικού κόσμου δεν αναγνώρισαν το ψευδοκράτος ούτε αναβάθμισαν το στάτους «παρατηρητή» που διατηρούσε στην Ισλαμική Διάσκεψη.

Το σεισμογραφικό πλοίο Σισμίκ στο Αιγαίο, συνοδευόμενο από τουρκικό πολεμικό σκάφος, Μαρτιος 1987.

Δεύτερη περίπτωση, ακόμα πιο ουσιαστική ήταν η κρίση του 1987 στο Αιγαίο. Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα ένοπλης σύγκρουσης, όταν αποπειράθηκαν να κάνουν γεώτρηση για ανεύρεση πετρελαίου σε αμφισβητούμενα ύδατα. Η Αθήνα, έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει τη στήριξη της Βουλγαρίας και της Συρίας, έθεσε την Άγκυρα αντιμέτωπη με ένα συμμαχικό αντιτουρκικό μέτωπο. Τελικά, υπό την μεσολάβηση του ΝΑΤΟ, οι δύο χώρες συμφώνησαν να εγκαταλείψουν προσωρινά τα πλάνα γεώτρησης, εξομαλύνοντας το τεταμένο κλίμα. Και οι δύο πλευρές προέβαλαν την εξέλιξη στο εσωτερικό σαν δική τους διπλωματική νίκη.

Από το 1985 αρχίζει να συντελείται η μεταστροφή της εξωτερικής του ΠΑΣΟΚ προς μια πιο ήπια και συμβιβαστική γραμμή. Αρχής γενομένης με την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ, η κυβέρνηση Παπανδρέου μειώνει την υποστήριξη της προς τα ριζοσπαστικά αραβικά καθεστώτα. Η σταδιακή στροφή και πλήρης συμπόρευση με την Αμερική και την Ευρώπη είναι γεγονός. Ο Παπανδρέου έχει συνειδητοποιήσει ότι η Δύση αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική επιλογή της Ελλάδας στην αναζήτηση οικονομικού και διπλωματικού στηρίγματος.

Αναμφίβολα ο Έλληνας πολιτικός υπήρξε δραστήριος και ευέλικτος στην εξωτερική του πολιτική, επιδιώκοντας οφέλη σε κάθε ιστορική συγκυρία που του παρουσιάστηκε. Ο βερμπαλισμός του, σε συνδυασμό με ορισμένες τολμηρές κινήσεις και τελικά η συνθηκολόγηση, δείχνουν έναν πολιτικό που πάσχιζε να μείνει πιστός στις ιδεολογικές του αφετηρίες και παράλληλα να ελιχθεί ανάμεσα στις ρεαλιστικές συνθήκες του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων.

Κρίνοντας εκ των ύστερων, αυτή η οπορτουνιστική συμπεριφορά του Ανδρέα Παπανδρέου, ναι μεν χαρίζει την απαιτούμενη ευελιξία και προσαρμοστικότητα στις ιστορικές εξελίξεις, μακροπρόθεσμα όμως η έλλειψη συμπαγούς πολιτικού σχεδίου οδηγεί σε σταδιακό εκφυλισμό της ριζοσπαστικής ταυτότητας ενός πολιτικού υποκειμένου. Το παρατηρήσαμε στο ΠΑΣΟΚ σε βάθος χρόνου, το βλέπουμε και στον ΣΥΡΙΖΑ εν εξελίξει.

Θωμάς Ρούτσης

 

Για να γραφτεί το κείμενο, χρειάστηκε πολλή δουλειά και χρόνος. Δωρίζοντας το ποσό που επιθυμείτε (Donate) βοηθάτε τους συντάκτες του foreign politics να συνεχίσουν την προσπάθεια. Η στήριξη σας μετράει πραγματικά.


[1] Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης – Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πρεσβευτής – σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών (1978-2004).

[2] Αραφάτ Γιασέρ, 20 Ιουνίου 1997, ΕΧΑΣΑ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ ΜΟΥ, https://www.tanea.gr/1997/06/20/greece/exasa-ton-adelfo-moy/

[3] Κατερίνα Α. Βαρελά – Πολιτικός Επιστήμων – Ιστορικός https://www.news247.gr/afieromata/andreas-papandreou/o-ischyros-andr-e-as-toy-aigaioy.6435027.html