Πούτιν και Τραμπ

Μπορεί εντός των ΗΠΑ οι περισσότεροι να προβληματίζονται για το αν θα εφαρμόσει το αμφιλεγόμενο πρόγραμμα του ο Ντόναλντ Τραμπ, στον υπόλοιπο κόσμο ωστόσο, το ενδιαφέρον στρέφεται γύρω από τις ενδεχόμενες μεταβολές στην εξωτερική πολιτική που θα χαράξει ο νέος πλανητάρχης.

Ανεξάρτητα από τις προεκλογικές του υποσχέσεις ή απειλές, ενδεικτικό της απρόβλεπτης και αίολης ρητορικής του νέου προέδρου είναι το επιφυλακτικό «ας περιμένουμε πρώτα» που αποφαίνονται οι περισσότεροι διεθνολόγοι.

Αυτό που προβλέπουν γενικά οι αναλυτές, με βάση και τη γραμμή προστατευτισμού που δεσμεύτηκε να ακολουθήσει ο Τραμπ, είναι μια ηπιότερη, λιγότερο επεμβατική πολιτική των ΗΠΑ στο εξωτερικό, με το βάρος να πέφτει στο εσωτερικό της χώρας. Εξαίρεση στη συγκεκριμένη τακτική αποτελεί η περίπτωση στην οποία θα απειλούνται οι ΗΠΑ, όπου η απάντηση θα είναι σφοδρή και σίγουρα πιο σκληρή από ότι είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Στην κατηγορία αυτή ανήκει το Ισλαμικό Κράτος, που θα αντιμετωπιστεί επιθετικά, καθώς η καταπολέμηση του θα γίνει προτεραιότητα για τις ΗΠΑ, ενώ μια σύμπραξη με τη Ρωσία στη μάχη ενάντια στο χαλιφάτο θεωρείται πολύ πιθανή πλέον.

Ρωσία

Στο πλαίσιο αυτό, οι σχέσεις με τη Μόσχα είναι το σημείο κλειδί στην εξωτερική πολιτική που θα χαράξει ο επερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ. Πέρα από τη φαινομενική αμοιβαία εκτίμηση μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, που πολλοί αποδίδουν στα επιχειρηματικά συμφέροντα  του ομίλου Τραμπ στη Ρωσία, οι σχέσεις των δύο χωρών αναμένεται να εξομαλυνθούν. Αμέσως μετά την εκλογή του Αμερικανού προέδρου, ο υφυπουργός εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Ριαμπκόφ δήλωσε ότι η χώρα του είναι διατεθειμένη να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ για την αποκατάσταση των διμερών σχέσεων.

Από την πλευρά του ο Τραμπ στις πρώτες του δηλώσεις στη Wall Street Journal επιβεβαίωσε το ενδεχόμενο συνεργασίας με τη Ρωσία για την καταπολέμηση του ISIS, όπως και την αποδοχή της παραμονής Ασάντ στην προεδρία της Συρίας. Ασκώντας κριτική στην στρατηγική του Ομπάμα στη Συρία, σημείωσε ότι οι ΗΠΑ υποστηρίζουν αντάρτες στην περιοχή χωρίς να έχουν ιδέα ποιοι άνθρωποι είναι αυτοί κι ότι αν οι ΗΠΑ επιμείνουν στην ανατροπή του Ασάντ θα καταλήξουν σε πόλεμο με τη Ρωσία.

Τουρκία

Αυτή η διαφαινόμενη προσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας συνιστά δυσάρεστη εξέλιξη για τον Ερντογάν, γιατί θεωρητικά περιορίζει το πεδίο δράσης και τους ελιγμούς της Τουρκίας με το ISIS. Παρόλα αυτά ο Τούρκος πρόεδρος αμέσως μετά το αποτέλεσμα των εκλογών στην Αμερική, έχει επιδοθεί σε μια …»επίθεση φιλίας» προς τον Ντόναλντ Τραμπ, προσκαλώντας τον να επισκεφθεί την Άγκυρα ακόμη και πριν αναλάβει επίσημα τα ηνία του Λευκού Οίκου με την ορκωμοσία στις 20 Ιανουαρίου. Ο Ερντογάν φιλοδοξεί, ότι σε μια ενδεχόμενη σταδιακή αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή, η χώρα του θα λάβει «λευκή επιταγή» ώστε να γίνει το αφεντικό στη γειτονιά της και να κινηθεί επιθετικά εναντία σε εχθρούς και ανταγωνιστές (Κούρδοι, σιιτικό Ιράν, Βαγδάτη, Αλ Σίσι στην Αίγυπτο).

Ο Τούρκος ηγέτης ποντάρει φυσικά και στην ευνοϊκή θέση που έχει το τούρκικο λόμπυ στο περιβάλλον του Τραμπ, ωστόσο οι βλέψεις του είναι μάλλον υπεραισιόδοξες, καθώς οι ΗΠΑ, όπως τονίστηκε προηγουμένως αναφορικά με τη Συρία, δύσκολα θα προσφέρουν τόσο μεγάλα δώρα στην Τουρκία, διαταράσσοντας τόσο έντονα την ισχύουσα ισορροπία ισχύος στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

ΝΑΤΟ – Ευρώπη

Συνεπώς, όσοι προβλέπουν στροφή πολλών μοιρών στην τακτική των ΗΠΑ, πιθανότατα θα διαψευστούν. Ο κ. Παπασωτηρίου*, διευθυντής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων, παρομοιάζει τη εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ με …υπερωκεάνιο που κάνει μικρές και σταθερές αλλαγές πλεύσης. Η γεωστρατηγική των ΗΠΑ υπερβαίνει τα πρόσωπα, δεν είναι αποκλειστικά υπόθεση του εκάστοτε προέδρου της χώρας, καθώς βασίζεται σε έναν συμπαγή γραφειοκρατικό μηχανισμό που εξασφαλίζει τη σταθερότητα και τη συνέχεια.

Στο πλαίσιο αυτό, οι ΗΠΑ δεν προτίθενται να εγκαταλείψουν το ΝΑΤΟ, παρά τα περί του αντιθέτου υπονοούμενα του Τραμπ. Οι ΗΠΑ οφείλουν μεταξύ άλλων την παγκόσμια υπεροχή τους σε τρεις παράγοντες: στη σαφή ανωτερότητα της στρατιωτικής τεχνολογίας τους, στη σταθερά ισχυρή οικονομία που διαθέτουν και στη δημιουργία και τον έλεγχο διεθνών οργανισμών, όπως το ΝΑΤΟ. Δεν πρόκειται επομένως ο Τραμπ να τινάξει στον αέρα ένα από τα θεμέλια που διατηρούν τις ΗΠΑ στην πρώτη θέση του παγκόσμιου στάτους.

Αυτό που θα κάνει είναι να πιέσει τους συμμάχους να αυξήσουν τις δικές τους αμυντικές δαπάνες, ώστε να μειώσουν οι ΗΠΑ  έστω και λίγο τη δική τους συνεισφορά, κάτι που θα δώσει τη δυνατότητα στον Τραμπ να αξιοποιήσει επικοινωνιακά τη συγκεκριμένη εξέλιξη, ως επιτυχία της πολιτικής του.

Η Ευρώπη από την πλευρά της και ειδικότερα ο γαλλό-γερμανικός άξονας,  φαίνεται έτοιμος να αναλάβει πιο δυναμικό ρόλο στρατιωτικά στις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει. Κι αν ο ευρωστρατός συνιστά ένα μακρινό σενάριο, η δημιουργία ενός  κοινού κέντρου συντονισμού των ευρωπαϊκών δυνάμεων και η μερική αυτονόμηση από την νατοϊκή διεύθυνση, αποτελούν άμεσους στόχους.

Επιπλέον, οι ηγεσίες των μεγάλων κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το αρχικό μούδιασμα από τη νίκη του Τραμπ, ανησυχούν για το ενδεχόμενο η εξέλιξη αυτή να δώσει παραπάνω ώθηση στις ευρωπαϊκές εθνικιστικές δυνάμεις (πχ. Μαρίν Λεπέν), πυροδοτώντας ένα μη διαχειρίσιμο ντόμινο ακροδεξιού λαϊκισμού.

Για τη Γερμανία, ένας ακόμη πονοκέφαλος αφορά στο κατά πόσο ο μεγιστάνας επιχειρηματίας θα κάνει πράξη ένα από τα κύρια σημεία της προεκλογικής του ρητορικής, τον οικονομικό προστατευτισμό, θέτοντας περιορισμούς στο ελεύθερο εμπόριο. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο – εάν μάλιστα το παράδειγμα του Τραμπ ακολουθήσουν κι άλλες χώρες όπως η Κίνα – τότε η εξώστρεφη γερμανική οικονομία, της οποίας μεγάλο μέρος των εξαγωγών της καταλήγουν στις ΗΠΑ, θα δεχτεί ισχυρό πλήγμα.

Μέση Ανατολή

Όσο αφορά τη Μέση Ανατολή, ο Ντόναλντ Τραμπ προεκλογικά με κάθε ευκαιρία κατηγορούσε την Κλίντον και τον Ομπάμα, ότι με την πολιτική τους στη Μέση Ανατολή σπατάλησαν αμέτρητα δισεκατομμύρια δολάρια χωρίς να πάρουν πίσω τίποτα από αυτά. Με εξαίρεση το ISIS, οι ΗΠΑ αναμένεται να έχουν μια πιο στοχευμένη και επιλεκτική εμπλοκή στην πιο ασταθή ζώνη του κόσμου. Ωστόσο, προκύπτουν δύο μεγάλα ερωτηματικά για τη στάση των ΗΠΑ:

Αφενός, τι θα κάνει ο Τραμπ με το Ιράν. Θα παρασυρθεί από τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου,  κλιμακώνοντας την ένταση με τη χώρα της Περσίας ή θα κινηθεί διπλωματικά στη γραμμή Ομπάμα; Επίσης, ο νεοεκλεγείς Αμερικάνος πρόεδρος έχει δηλώσει ότι σκοπεύει να ακυρώσει τη διεθνή συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Οι αναλυτές των διεθνών σχέσεων εκτιμούν ότι η εν λόγω «υπόσχεση» του Τραμπ είναι δύσκολο να υλοποιηθεί, δεδομένης της εσωκομματικής αντίδρασης που θα συναντούσε αλλά και γιατί η συγκεκριμένη συμφωνία έχει αποδειχτεί αρκετά επιτυχημένη.

Το δεύτερο κρίσιμο ερώτημα για την στρατηγική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή σχετίζεται με Σαουδική Αραβία. Οι σχέσεις Ουάσινγκτον-Ριάντ ψυχράθηκαν το τελευταίο διάστημα, πρώτον εξαιτίας της συμφωνίας για τα πυρηνικά του Ιράν  – του μεγάλου εχθρού των Σάουντις –  και δεύτερον γιατί στο φόντο της παραδοσιακής συμμαχίας των δύο χωρών, μαίνεται ένας έντονος ενεργειακός ανταγωνισμός. Ορισμένοι διεθνολόγοι θεωρούν ότι Η Σαουδική Αραβία έριξε τις τιμές του πετρελαίου για να καταστήσει τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας των ΗΠΑ ασύμφορες οικονομικά.

Ο Τραμπ στις ομιλίες του έχει προειδοποιήσει ότι δε θα διστάσει να μπλοκάρει την αγορά πετρελαίου από το αραβικό βασίλειο, αντισταθμίζοντας το ενεργειακό κενό με την κατακόρυφη αύξηση της καύσης άνθρακα , έτσι ώστε να καταστούν οι ΗΠΑ ενεργειακά αυτάρκεις. Μια επιλογή βεβαίως που θα ήταν ιδιαίτερα βλαβερή για το περιβάλλον, ωστόσο ο χρόνος θα δείξει αν η συγκεκριμένη θέση καθώς και οι υπόλοιπες  του εκκεντρικού νέου «πλανητάρχη» θα αποδειχτούν προεκλογικά πυροτεχνήματα.

Κίνα

Τέλος, στην πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα δε θα πρέπει να αναμένουμε κάποια θεαματική μετατόπιση. Παρά το γεγονός ότι ο Ντόναλντ Τραμπ απείλησε με οικονομικό πόλεμο το Πεκίνο, «…we lose to China, we lose to Mexico … we lose to everybody…» δήλωνε εμφατικά σε ένα από τα debate, οικονομικοί αναλυτές, όπως ο Holger Shmieding**, αποκλείουν η νέα πολιτική των ΗΠΑ να οδηγήσει σε εμπορικό πόλεμο με την Κίνα.  Από την πλευρά του ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ, σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ντοναλντ Τραμπ, του έκανε σαφές ότι η συνεργασία των δύο χωρών αποτελεί μονόδρομο, άποψη που ασπάστηκε θετικά και ο 45ος Αμερικάνος πρόεδρος σύμφωνα με τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης.

Θωμάς Ρούτσης

Αν σας άρεσε αυτό το κείμενο, μέσω της δωρεάς (Donate) μπορείτε να ενισχύσετε την προσπάθεια του foreign-politics.


* Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

**Επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank