Η επικοινωνιακή καταιγίδα της Δύσης σε Ουκρανία και Γάζα

Η πολυεπίπεδη προπαγάνδα των δυτικών χωρών στις συγκρούσεις στην Ουρκανία και τη Γάζα. Οι μέθοδοι και οι λόγοι της επικοινωνιακής διαχείρισης των πολέμων.

Ισραηλινοί στρατιώτες σταματούν τις φωτορεπόρτερ Raneen Sawafta και Shatha Hanaysha που καλύπτουν την επιδρομή του Ισραηλινού στρατού στην πόλη της Τζενίν, στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη. 13 Δεκεμβρίου 2023. (Marcus Yam / Los Angeles Times / Getty Images)

Η πολιτική προπαγάνδα δεν είναι μοντέρνο φαινόμενο ούτε σημείο των καιρών, υπάρχει από τότε που ένας άνθρωπος ασκεί εξουσία επάνω σε πολλούς. Στις πολεμικές συρράξεις στην Ουκρανία και την Παλαιστίνη, η διαχείριση της δημοσιότητας και των εντυπώσεων από πλευράς Δύσης στη φάση κορύφωσης τους αλλά και σε διάρκεια, έμοιαζε με επικοινωνιακή “καταιγίδα”. Μια συντονισμένη, μεθοδική και πολυδιάστατη αντιμετώπιση των δύο διεθνών κρίσεων με στόχο τον έλεγχο και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης προς την “ορθή” κατεύθυνση. Κι αν είναι αναμενόμενο ότι σε κάθε πόλεμο η αλήθεια θυσιάζεται στο βωμό του συμφέροντος, συγκριτικά με προηγούμενες σύγχρονες εκστρατείες της Δύσης, όπως η εισβολή ΗΠΑ και Βρετανίας στο Ιράκ, στις συγκρούσεις σε Ουκρανία και Γάζα, η επικοινωνιακή διαχείριση ήταν σαφώς πιο επιθετική κι εξελιγμένη.

Η σημερινή πραγματικότητα είναι διαφορετική, η τεχνολογία, τα μέσα ενημέρωσης, ο νέος κόσμος των social media, έχουν διευρύνει την πρόσβαση στην πληροφορία σε βαθμό που μια κεντρική εξουσία είναι δύσκολο να συγκρατήσει πλέον. Εναρμονισμένα με το σημερινό πολύπλοκο μιντιακό περιβάλλον, τα δυτικά κράτη και οι κυβερνήσεις τους έχουν επιστρατεύσει αφανείς ειδικούς της επικοινωνίας –εξειδικευμένες εταιρείες συνήθως– προκειμένου να μην αφήσουν τίποτα στην τύχη. Στον πόλεμο της Ουκρανίας αλλά και στις συγκρούσεις της Γάζας, η μονοδιάστατη κάλυψη και η παραπληροφόρηση έφτασε σε τέτοια πρωτοφανή επίπεδα, όπου υποψιασμένοι ουδέτεροι ακροατές ή και επαγγελματίες της ενημέρωσης βρέθηκαν σε ενημερωτικό αδιέξοδο.

Ακόμη και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι των δυτικών μέσων επέκριναν την μεροληπτική κάλυψη του πολέμου στην Γάζα στις χώρες τους. Πάνω από 750 δημοσιογράφοι οργανισμών όπως το Reuters, the Los Angeles Times και Washington Post υπέγραψαν ανοιχτή επιστολή που ασκούσε σφοδρή κριτική για τη δολοφονία συναδέλφων τους στη Γάζα και την ακραία μονομερή ειδησεογραφική κάλυψη εις βάρος των Παλαιστινίων.

Προπαγάνδα και παραπλάνηση του κοινού φυσικά επιχειρούν και στο αντίπαλο στρατόπεδο. Στο παρόν άρθρο όμως, εστιάζουμε στους τρόπους αλλά και τους λόγους για τους οποίους οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και οι σύμμαχοι τους εργάζονται εντατικά για τον έλεγχο της αλήθειας ή του ψέματος στους δύο εν εξελίξει πολέμους.

Γιατί η Δύση επενδύει στην επικοινωνιακή διαχείριση 

Οι δυτικές κυβερνήσεις, εκλεγμένες και δρώντας εντός ενός δημοκρατικού πλαισίου –παρά τα όποια συστημικά κενά στη λειτουργία του πολιτεύματος– είναι υποχρεωμένες να εξασφαλίζουν ένα βαθμό νομιμοποίησης στο εσωτερικό τους σε αποφάσεις συμμετοχής ή συνδρομής σε πολεμικές εκστρατείες. Μια δημοκρατική κυβέρνηση χωρίς επαρκή βαθμό κοινωνικής συναίνεσης, δύναται να υποστεί μεγάλη φθορά στη δημοφιλία της και πίεση στην απόφαση να εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις. Δύο τέτοια ιστορικά παραδείγματα είναι το Βιετνάμ και το Ιράκ για την Αμερική. Η αμερικανική και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν θα ήθελαν επ’ ουδενί να βρεθούν αντιμέτωπες με ένα μαζικό αντιπολεμικό κίνημα στις χώρες τους.

Όπως επισημάναμε και στην εισαγωγή, το μιντιακό περιβάλλον πλέον έχει αλλάξει σημαντικά. Τα social media έχουν μετασχηματίσει το παιχνίδι της ενημέρωσης του κοινού. Δημιούργησαν ένα ασύμμετρο σύστημα παραγωγής και ροής της πληροφορίας, που συχνά παρακάμπτει το μονοπώλιο που διατηρούσαν μέχρι πρόσφατα τα κεντρικά πανεθνικά ή παγκόσμια ΜΜΕ. Ήταν πιο εύκολο στο παρελθόν για την εκάστοτε εξουσία να ελέγξει την πληροφόρηση μέσω ενός ή λίγων δικτύων, όπως το CNN. Οι κυβερνήσεις πλέον καλούνται να προσαρμοστούν ταχύρυθμα στους όρους που έχουν διαμορφώσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το ισραηλινό κράτος π.χ., έχει ξοδέψει εκατομμύρια δολάρια σε διαδικτυακές καμπάνιες και πλατφόρμες προκειμένου να εξωραΐσει τις πολιτικές του εναντίον των Παλαιστινίων.

Η ανάγκη για κοινωνική συναίνεση ή έστω παθητική αποδοχή-αδιαφορία των πολιτών τους, δεν συνίσταται μόνο στην ηθική και δημοσκοπική επιβίωση των κυβερνώντων, έχει και υλική διάσταση. Η πολεμική εμπλοκή των κρατών προϋποθέτει σοβαρή σπατάλη δημόσιων πόρων και αύξηση του κόστους ζωής των λαών από τις άμεσες ή έμμεσες παρενέργειες του πολέμου. Για παράδειγμα, τα ογκώδη πακέτα στήριξης με δημόσιο χρήμα στην Ουκρανία και η απόφαση της Ευρώπης να αγοράζει ακριβό φυσικό αέριο από την Αμερική αντί του φθηνότερου ρωσικού, πρέπει να δικαιολογηθεί στους πολίτες γιατί αυτοί θα πληρώσουν το λογαριασμό στο τέλος.

Η ήπια ισχύς είναι η δυνατότητα μιας χώρας να ασκεί επιρροή σε άλλες μέσω της έλξης που πηγάζει από τον πολιτισμό και τις ηθικές της αξίες στην πολιτική, αντί του εξαναγκασμού και της βίας. Ο πόλεμος ως επιτιθέμενος, υποκινητής ή υποστηρικτής πλήττει σοβαρά το διεθνές προφίλ μια χώρας. Τα σύγχρονα κράτη δίνουν μεγάλη βαρύτητα στην διασφάλιση της ήπιας ισχύος τους. Π.χ., η Ουάσινγκτον στις δύο διεθνείς συγκρούσεις που εξετάζουμε, πασχίζει επικοινωνιακά να στιγματίσει αφενός ως βάρβαρο κράτος τη Ρωσία και τον Πούτιν και αφετέρου, να μειώσει την ηθική βλάβη της από την συνεργασία με το Ισραήλ και τις πολιτικές γενοκτονίας στην Παλαιστίνη.

Διαδηλωτές έξω από την εφημερίδα The Philadelphia Inquirer διαμαρτύρονται για τον μεροληπτικό τρόπο με τον οποίο καλύπτουν τα δυτικα μέσα ενημέρωσης την εισβολή του Ισραήλ στη Γάζα. Φιλαδέλφεια, 22 Ιανουαρίου 2024. (WW Photo: Joe Piette)

Τέλος, έχοντας υπόψη το κάδρο της μεγάλης εικόνας στη γεωπολιτική, αποτελεί στόχο ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ το σύρσιμο της Ευρώπης στην αμερικανική γραμμή και η απομάκρυνση από τον διαμορφούμενο πόλο ισχύος Κίνας-Ρωσίας και Ιράν, δευτερευόντως. Η επικοινωνία, η ήπια ισχύς, το ιδεολογικό και ηθικό προφίλ, ο στιγματισμός των αντιπάλων, αποτελούν και αυτά μέσα με τα οποία επιχειρείται η εδραίωση της συγκεκριμένης στρατηγικής στην κοινωνία.

Social Media

Τα social media έχουν καταστεί πλέον ένας παράλληλος κόσμος εξίσου πραγματικός με τον πραγματικό. Μια παράλληλη δημόσια σφαίρα που οι παράγοντες ισχύος στην πολιτική δεν μπορούν να αφήσουν ανεξέλεγκτη γιατί εντός της, ακόμη και μια μεμονωμένη φωνή ενός απλού πολίτη, μπορεί υπό προϋποθέσεις να μετατραπεί σε κύμα επιρροής της κοινής γνώμης με ασύμμετρο τρόπο.

Από την έναρξη της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύρραξης, έχει καταγραφεί σωρεία καταγγελιών κατά των μεγαλύτερων κοινωνικών μέσων δικτύωσης για λογοκρισία δημοσιεύσεων και κλείσιμο λογαριασμών με περιεχόμενο υπέρ της Παλαιστίνης. Facebook, Instagram, X (πρώην Twitter), YouTube κατηγορήθηκαν ότι μέσω του shadow-banning (σκιώδης απαγόρευση) περιορίζουν ή και εξαφανίζουν τη διάδοση λόγου που επικρίνει το Ισραήλ. Η Meta (Facebook, Instagram), μέσω του εκπροσώπου της Άντι Στόουν, απέδωσε το πρόβλημα σε τεχνικό ζήτημα, που δεν σχετιζόταν με το περιεχόμενο των δημοσιεύσεων.

Το 7amleh, το αραβικό κέντρο για την ανάπτυξη των social media κάλεσε τις εν λόγω πλατφόρμες να σταματήσουν να παραβιάζουν τα ψηφιακά δικαιώματα της Παλαιστίνης. Προς επίρρωση, η οργάνωση δημοσίευσε σχετική έρευνα σύμφωνα με την οποία από τα 913 αιτήματα που υπέβαλε το Τελ Αβίβ για κατάργηση φιλο-παλαιστινιακού περιεχομένου στο Facebook το πρώτο μισό του 2020, η πλατφόρμα έκανε δεκτά το 81% εξ αυτών.

Ίδιο είναι το μοτίβο και με τον Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο, όπου το YouTube για παράδειγμα, είναι κατακλυσμένο από βίντεο υπέρ της Ουκρανίας, ενώ την ίδια στιγμή είναι πολύ δύσκολο να βρει κάποιος στην αναζήτηση φιλορωσικό υλικό.

Η βαρύτητα που δίνουν πλέον οι κυβερνήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται γλαφυρά και στην διαμάχη που ξέσπασε γύρω από το TikTok. Η ιδιαίτερα δημοφιλής στις νεαρές ηλικίες πλατφόρμα είναι κινεζικής ιδιοκτησίας, άρα χωρίς κάποιο άμεσο ή έμμεσο έλεγχο από τα δυτικά συμφέροντα. Μέχρι τον Δεκέμβρη του 2023 οι προβολές βίντεο υπέρ της Παλαιστίνης έφτασαν τα 25.5 δισ., ενώ για το Ισραήλ μόνο 440.4 εκ. Το TikTok κατηγορήθηκε ότι προωθεί ανισοβαρώς το φιλοπαλαιστινιακό περιεχόμενο, αναγκάζοντας τους διαχειριστές της εφαρμογής να διευκρινίσουν δημοσίως ότι δεν χρησιμοποιούν τέτοιους αλγόριθμους.

Στην Αμερική, πολιτικοί πρώτης γραμμής, όπως οι Josh Hawley, Mike Gallagher και Marco Rubio ζητούν εδώ και καιρό οι ΗΠΑ να απαγορεύσουν το TikTok, επικαλούμενοι την υποτιθέμενη μεροληψία της εφαρμογής εις βάρος του Ισραήλ. Ο τελευταίος μάλιστα, στο σύνηθες ύφος αντι-κινεζικής συνωμοσιολογίας που διακατέχει τους ρεπουμπλικάνους, έγραψε στο Χ: «Το TikTok είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιεί η Κίνα για να διαδώσει προπαγάνδα στους Αμερικανούς, τώρα χρησιμοποιείται για να υποβαθμίσει την τρομοκρατία της Χαμάς». Ακόμη και οι δημοκρατικοί όμως, με προεξέχοντα τον γερουσιαστή Μαρκ Ουόρνερ, με αφορμή τη δημιουργία λογαριασμού στο TikTok του προέδρου Μπάιντεν, επέκριναν την κυβέρνηση και την προέτρεψαν να βρει ένα τρόπο να κλείσει την πλατφόρμα στις ΗΠΑ.

Η διαχείριση της επικοινωνίας κρατών που εμπλέκονται σε συρράξεις δρα και συντονίζεται πλέον σε όλο το φάσμα των ψηφιακών κοινωνικών δικτύων. Τα προηγούμενα χρόνια είχε γίνει γνωστή η εφαρμογή για κινητά ACT.IL, που συντόνιζε την προπαγανδιστική δραστηριότητα στα social media των υποστηρικτών του Ισραήλ. Η εφαρμογή καθοδηγούσε τα μέλη της να κάνουν likes, σχόλια και shares με έτοιμο υλικό υπερ των Ισραηλινών θέσεων αλλά και reports σε μη αρεστές σελίδες. Ο κύριος στόχος ήταν το κίνημα που καλεί τον κόσμο σε μποϊκοτάζ, διακοπή επενδύσεων και κυρώσεις εναντίον του Ισραήλ. Σε αντάλλαγμα, κέρδιζαν πόντους στη βαθμολογία κατάταξης των πιο… πιστών “τρολ” του Ισραήλ.

Περισσότερο ενδιαφέρον ίσως έχει το γεγονός ότι πίσω από το πρότζεκτ του ACT.IL βρισκόταν ένα δίκτυο οργανισμών που ξεκινούσε από το Ισραηλινό Πανεπιστημιο IDC Herzliya, περιλάμβανε εβραϊκά λόμπι στην Αμερική και μυστικές υπηρεσίες, και έφτανε μέχρι το Υπουργείο Στρατηγικών Υποθέσεων του Ισραηλινού κράτους.

Τέλος, το ψηφιακό κυνήγι επεκτείνεται ακόμη και στο LInkedIn. Ο “Εντοπιστής Υποστήριξης της Τρομοκρατίας”(Terror Supporting Detector) είναι μια νέα πρωτοβουλία Ισραηλινών που σκανάρει την δημοφιλή πλατφόρμα εργασίας με σκοπό να εντοπίσει άτομα που υποστηρίζουν την Παλαιστίνη (την τρομοκρατία κατά του Ισραήλ σύμφωνα με τους δημιουργούς) και τελικά να τους αναφέρει στους εργοδότες τους.

Καταστολή αντίπαλων μέσων ενημέρωσης

Η μεγάλη εμβέλεια και η μαζική απήχηση των κεντρικών δικτύων ενημέρωσης καθιστούν τον έλεγχό τους προτεραιότητα σε έναν πόλεμο ή ακόμα κι ένα πραξικόπημα. Για τα “φιλικά” μέσα, οι διαπλεκόμενες σχέσεις ιδιοκτητών και πολιτικών, η δωροδοκία δημοσιογράφων, η “κατήχηση” τους σε πρεσβείες και κλειστές εκδηλώσεις, η παροχή έτοιμου προς δημοσίευση υλικού από τις κυβερνήσεις, είναι γνωστά φαινόμενα. Με τα αντίπαλα μέσα όμως, απαιτούνται πιο δραστικά μέτρα.

Αμέσως μετά από την έναρξη της σύγκρουσης στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση έπαυσε με συνοπτικές διαδικασίες τη λειτουργία των ρωσικών τηλεοπτικών σταθμών RT και Sputnik στην επικράτεια της. Οι σταθμοί εξαφανίστηκαν επίσης από το YouTube και το Facebook. Η πρωτοφανής αυτή απόφαση για την Ευρώπη και τα δημοκρατικά της ιδεώδη θύμισε άλλες εποχές και άλλου τύπου καθεστώτα. Δικαιολογήθηκε υπό το αφήγημα της ανάγκης να εμποδιστεί ο “μιντιακός μηχανισμός του Κρεμλίνου να μεταδίδει ψέματα γύρω από τον πόλεμο του Πούτιν και να απαγορευτεί η τοξική κι επιβλαβής παραπληροφόρηση στην Ευρώπη”. Τάδε έφη η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen.

H παραπληροφόρηση δεν αντιμετωπίζεται με λογοκρισία απάντησε η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (EFJ).

Στον πόλεμο της Γάζας, το Ισραήλ έσπευσε έγκαιρα να καταστείλει τον λιβανέζικο τηλεοπτικό σταθμό Al Mayadeen. Το διαδικτυακό κανάλι του στο Ισραήλ όπως και τα γραφεία του στη Δυτική Όχθη έκλεισαν έπειτα από κυβερνητική απόφαση στα μέσα του περασμένου Νοέμβρη. Λίγες ημέρες αργότερα, δύο δημοσιογράφοι του σταθμού σκοτώθηκαν σε ισραηλινή αεροπορική επιδρομή στο νότιο Λίβανο. Η Farah Omar και ο Rabih al-Maamari κάλυπταν τις συγκρούσεις μεταξύ της Χεζμπολάχ και του Ισραήλ. Το Τελ Αβίβ θεωρεί το Al Mayadeen όργανο που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εχθρών του.

nekroi dimosiografoi sti gaza
Δημοσιογράφοι, συγγενείς και φίλοι θρηνούν τους δημοσιογράφους Sari Mansour και Hassouna Esleem μετά το θάνατό από ισραηλινό βομβαρδισμό στον καταυλισμό Bureij της Γάζας στις 19/10/2023.
Majdi Fathi/NurPhoto via Getty Images

Παράλληλα, στο Ισραήλ συζητήθηκε η διακοπή του γνωστού παγκόσμιου δικτύου Al Jazeera, που αποφεύχθηκε εν τέλει λόγω των διπλωματικών σχέσεων με το Κατάρ, στο οποίο ανήκει ο σταθμός.

Από το μένος και τη λογοκρισία του Ισραήλ ενάντια σε κάθε φωνή κριτικής βρέθηκε ακόμη και η μετριοπαθής Ισραηλινή εφημερίδα Haaretz. O υπουργός πληροφοριών του Ισραήλ Σλόμο Κάρχι χαρακτήρισε αφοριστικά την εφημερίδα ως “εμπρηστικό φερέφωνο των εχθρών” της χώρας, υποστηρίζοντας ότι κάνει “ψευδή και ηττοπαθή προπαγάνδα”. Οι κυβερνητικές ανακοινώσεις καθώς και οι κρατικές διαφημίσεις που λάμβανε η εφημερίδα ανεστάλησαν. Η Haaretz, μια ανεξάρτητη καθημερινή εφημερίδα, εκδίδεται από το 1919 και έχει γίνει συχνά στόχος δεξιών κυβερνήσεων.

Κατασκευή τραγωδιών

Η διάδοση ή ακόμη και σκηνοθεσία ψευδών μακάβριων πράξεων του εχθρού με στόχο τον ηθικό στιγματισμό του αποτελεί μια από τις πιο τοξικές μορφές προπαγάνδας στον πόλεμο ήδη από την αρχαιότητα.

Μετά την αιματηρή εισβολή μαχητών της Χαμάς στην κοινότητα Κφαρ Αζάρ στο Ισραήλ τον Οκτώβρη κυκλοφόρησε ευρέως η είδηση του υποτιθέμενου αποκεφαλισμού βρεφών από τους επιτιθέμενους. Η φήμη ξεκίνησε από τον προσκείμενο στον Νετανιάχου τηλεοπτικό σταθμό i24News και από στελέχη του ισραηλινού στρατού. Ο στρατός, αν και δεν επιβεβαίωσε το γεγονός, συνέβαλε τεχνηέντως στην εξάπλωση των fake news.

Σύμφωνα με ισραηλινά μέσα, φωτογραφίες των αποκεφαλισμένων θυμάτων είδε ακόμη και ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ Antony Blinken. Διεθνή δίκτυα αναπαρήγαγαν τη φήμη σαν είδηση, προτού τελικά αναγκαστούν να την ανασκευάσουν.

Το πρόβλημα με την συγκεκριμένη τακτική είναι ότι η αρχική εντύπωση στο θυμικό του ακροατηρίου είναι πολύ ισχυρή, εξακολουθώντας να επιδρά ακόμη και αν διαψευστούν οι φήμες.

Αντίστοιχα, τον Απρίλη του 22’, αμέσως μετά την αποχώρηση του ρωσικού στρατού από την πόλη Μπούτσα και την ανακατάληψη της από τις ουκρανικές δυνάμεις, ξέσπασε στις χώρες της Δύσης ένα κύμα κατακραυγής εναντίον της Ρωσίας για την υποτιθέμενη σφαγή αμάχων που προκάλεσαν οι στρατιώτες της στον τοπικό πληθυσμό. Βίντεο και φωτογραφίες με πτώματα Ουκρανών στους δρόμους έκαναν το γύρο του κόσμου, πλαισιωμένα από τα δραματοποιημένα ρεπορτάζ των δυτικών media και τις ανάλογες καταιγιστικές δηλώσεις πολιτικών εναντίον της Ρωσίας.

Το Κρεμλίνο αρνήθηκε κατηγορηματικά τις καταγγελίες. Παρουσίασε μάλιστα στοιχεία που αποδίδουν τα γεγονότα σε σκηνοθετημένη επικοινωνιακή επιχείρηση της Ουκρανίας υπό την καθοδήγηση της έμπειρης στον ψυχολογικό πόλεμο Βρετανίας. Μελετώντας κανείς κριτικά και από ουδέτερη θέση τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, είναι μάλλον αδύνατον να πειστεί με βεβαιότητα για το τι πραγματικά συνέβη στην επαρχιακή ουκρανική πόλη.

Αυτό που εξετάζουμε στο παρόν άρθρο είναι ο συντονισμός και τα ταχύτατα αντανακλαστικά των δυτικών κρατών στην αξιοποίηση επικοινωνιακά του συγκεκριμένου συμβάντος. Πριν προλάβει να γίνει οποιαδήποτε διασταύρωση των γεγονότων, πολιτικοί παράγοντες και ΜΜΕ έσπευσαν με ενα συντονισμένο επικοινωνιακό “τσουνάμι” να επιρρίψουν στη Μόσχα την ενοχή. Ο στόχος ήταν να δαιμονοποιηθεί η Ρωσία στην διεθνή κοινή γνώμη και κατ’ επέκταση να απλοποιηθούν οι πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις που θα λάμβαναν ΗΠΑ, Ευρώπη και οι σύμμαχοι τους στον πόλεμο της Ουκρανίας.

Αποποίηση και απόδοση ευθύνης στον εχθρό 

Όταν η μια από τις αντιμαχόμενες πλευρές προβαίνει σε ενέργειες που παραβιάζουν νομικά και ηθικά όρια, ενεργοποιείται το πρωτόκολλο επικοινωνιακής διαχείρισης κρίσεων. Δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι ο βομβαρδισμός από το Ισραήλ του νοσοκομείου Αλ Αχλί στη Γάζα τον Οκτώβρη του 23’ με 491 νεκρούς και ο ουκρανικός πύραυλος που προσέκρουσε στη συμμαχική Πολωνία τον Νοέμβρη του 22’. Οι δύο υπαίτειες χώρες χρέωσαν από την πρώτη στιγμή την ευθύνη στους αντιπάλους τους, Χαμάς και Ρωσία αντίστοιχα.

Οι ισχυρισμοί τους σε πρώτη φάση αναπαρήχθησαν αναφανδόν από τα μέσα ενημέρωσης των φιλικών κρατών. Σε επόμενη φάση, όταν οι ενδείξεις και τα στοιχεία των συμβάντων αντέκρουαν τους αρχικούς ισχυρισμούς, τα ίδια μίντια αλλά και οι πολιτικές τοποθετήσεις αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν σε μια πιο επιφυλακτική γραμμή για τους πραγματικούς υπεύθυνους των δύο αυτών πράξεων. Το στίγμα από τις αρχικές εντυπώσεις όμως, ειδικά στα πιο “άπειρα” ακροατήρια, παραμένει.

Η τακτική αυτή αποτελεί μια μορφή στρεψοδικίας, όπου η μία πλεύρα επιρρίπτει στην αντίπαλη δικές της ενέργειες και σφάλματα. Το προσδοκόμενο είναι είτε να επικρατήσει το ψευδές αφηγημα της, είτε να προλάβει να σχηματίσει την πρώτη εντύπωση που συνήθως έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στο θυμικό του παραλήπτη, ακόμη κι αν διαψευστεί στην συνέχεια.

Πολιτισμός και δημοφιλείς περσόνες

«Όλες τις προσευχές για τους κατοίκους της Γάζας, θύματα για άλλη μια φορά αυτών των άδικων βομβαρδισμών που δεν λυπούνται ούτε τις γυναίκες ούτε τα παιδιά.»

Η ανάρτηση στα social media έγινε από τον δημοφιλή Γάλλο ποδοσφαιριστή Καρίμ Μπενζεμά. Μια μετριοπαθής έκφραση αλληλεγγύης στον λαό της Γάζας έγινε η αφορμή για τον Γάλλο υπουργό Εσωτερικών, Ζεράλ Νταρμαμέν να επιτεθεί δημόσια στον Μπενζεμά, κατηγορώντας τον ότι διατηρεί σχέσεις με τη μουσουλμανική αδελφότητα. Το παράδειγμα είναι μια χαρακτηριστική ένδειξη ότι στο πλαίσιο της πολυδιάστατης και συντονισμένης στρατηγικής προπαγάνδας της Δύσης, λαμβάνονται σοβαρά υπόψη ακόμη και οι προσωπικότητες της δημόσιας σφαίρας με ευρύ κοινό ακολούθων και σημαντική επιρροή στην κοινωνία.

Καλλιτέχνες και εργαζόμενοι στη βιομηχανία του θεάματος έχουν απολυθεί ή απειληθεί επειδή άσκησαν κριτική στην πολιτική του σιωνισμού. Μεταξύ όσων έχουν υποστεί τις συνέπειες για το θάρρος της γνώμης τους είναι η γνωστή αμερικανίδα ηθοποιός και ακτιβίστρια Σούζαν Σάραντον, που απολύθηκε από το United Talent Agency μετά τα σχόλια που έκανε σε πρόσφατη φιλο-παλαιστινιακή συγκέντρωση στη Νέα Υόρκη. Αποτελεί εξάλλου τυπικό μοτίβο ρητορικής του Ισραήλ ο αφορισμός ως αντισημιτισμός κάθε φωνής αμφισβήτησης της πολιτικής του.

Χώροι δημοσιότητας εκτός πολιτικής με μεγάλη κοινωνική διείσδυση, όπως τα σπορ και ο πολιτισμός, θεωρούνται κρίσιμοι στη στρατηγική επικοινωνία για τη διαμόρφωση συνειδήσεων. Μια δήλωση της Rihanna μπορεί να έχει πολλαπλάσια επιρροή από την ανάλυση κάποιου επιφανούς δημοσιογράφου.

Στην επιστολή που παραθέτουμε στα δεξιά μια επιτροπή για τους Ισραηλινούς ομήρους της Χαμάς καλεί προσωπικά διασημότητες να συνδράμουν στην προπαγανδιστική καμπάνια του Ισραήλ, παρέχοντας τους έτοιμο υλικό για τα social media.

Έχουν δημοσιευθεί άλλωστε καταγγελίες από “ινφλουένσερς” των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που ισχυρίζονται ότι ανώνυμες εταιρείες τους προσέφεραν χρήματα για να υποστηρίξουν το Ισραήλ.

Ενδεικτικό της “σπουδής” των ΗΠΑ και του Ισραήλ για έλεγχο της πληροφορίας και των εντυπώσεων είναι το γεγονός ότι η λογοκρισία επεκτάθηκε ακόμη και κοινωνικά επίπεδα πέραν των μέσων ενημέρωσης. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου Αμερικανοί πολίτες στοχοποιήθηκαν στους χώρους εργασίας τους εξαιτίας της δημόσιας υποστήριξης τους στην Παλαιστίνη (περίπτωση Starbucks). Φοιτητές σε αμερικανικά πανεπιστήμια όπως το Harvard, που επέκριναν την πολιτική του Ισραήλ, απειλήθηκαν από καθηγητές και παράγοντες των ισραηλινών λόμπι να καταγραφούν σε μια άτυπη μαύρη λίστα, που θα περιόριζε την μελλοντική επαγγελματική τους αποκατάσταση. Στην Ευρώπη στο πλαίσιο των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας είδαμε ακόμη και την πρωτοφανή ακύρωση πολιτιστικών εκδηλώσεων από Ρώσους δημιουργούς (μπαλέτα Μπολσόι).

Στον δυτικό πολιτισμένο φιλελεύθερο κόσμο η δημοκρατία και η ελευθερία, αξίες ταυτοτικές για το προφίλ και την ιστορία του, εκτείνονται ορισμένες φορές μέχρι το σημείο που δεν απειλούν το σύστημα και το πολιτικό στάτους.

Για να γραφτεί το κείμενο, χρειάστηκε πολλή δουλειά και χρόνος. Δωρίζοντας το ποσό που επιθυμείτε (Donate) βοηθάτε τους συντάκτες του foreign politics να συνεχίσουν την προσπάθεια. Η στήριξη σας μετράει πραγματικά.

Γράψτε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here