27 Μαρτίου 2022, ένα μήνα από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία διεξάγεται η κρίσιμη σύνοδος της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Τα 27 μέλη της ως απάντηση στη Ρωσία, με θριαμβικό πλην αμήχανο ύφος, ανακοινώνουν συμφωνίες μαμούθ για αγορά περισσότερου υγροποιημένου αερίου (LNG) από την Αμερική. Μικρή λεπτομέρεια: το αμερικανικό LNG είναι ακριβότερο από το ρωσικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία της Ευρώπης.

Οι κυρώσεις που επέβαλε ακαριαία η Ευρώπη εναντίον της Ρωσίας δε φαίνεται να έχουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα μέχρι τώρα. Αφενός η Ρωσία αποδεικνύεται ανθεκτική χάρη στα δικά της αντίμετρα και αφετέρου η τιμωρητική πολιτική της Ευρώπης επιστρέφει μπούμερανγκ στην ίδια, στους πολίτες της συγκεκριμένα, με δραματικές επιπτώσεις στην οικονομία και όχι μόνο.

Κοινός παρονομαστής των στρατηγικών αποφάσεων της Ευρώπης είναι η (αβάσιμη) πεποίθηση ότι οι πολίτες της συναινούν στο να θυσιάσουν το υστέρημα τους για χάρη των μακροπρόθεσμων γεωπολιτικών επιδιώξεων της Δύσης εναντίον της Ρωσίας, σήμερα, και ενδεχομένως της Κίνας αύριο.

Ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό;

Σε περίπτωση πλήρους διακοπής της ροής φυσικού αερίου από τη Ρωσία τα καλοκαιρινά σύννεφα πάνω από την Ευρώπη θα γίνουν καταιγίδα το χειμώνα. Νοικοκυριά και βιομηχανία θα βρεθούν σε πολύ δύσκολη θέση με δραματικές επιπτώσεις, σύμφωνα με εκτιμήσεις οργανισμών και αξιωματούχων στην ίδια τη Δύση.

Ήδη η Κομισιόν αποφάσισε επισήμως να μειώσει την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά 15% στα 27 κράτη μέλη. Τα σενάρια που κυκλοφορούν κάνουν λόγο για τακτικές διακοπές ρεύματος σε ώρες αιχμής, διανομή φυσικού αερίου με δελτίο, απαγόρευση κυκλοφορίας οχημάτων κ.α.

Πραγματικότητα και όχι υποθετικό σενάριο συνιστά το ιστορικό ρεκόρ που σημείωσε η τιμή του ρεύματος τον Αύγουστο, το ίδιο και η τιμή στα καύσιμα κίνησης, στο αέριο αλλά και στα τρόφιμα. Στη Γερμανία για παράδειγμα, όπου ο πληθωρισμός τον Αύγουστο έφτασε το 7,9 -το υψηλότερο εδώ και μισό αιώνα- υπολογίζεται οτι συγκριτικά με το 2021, μια οικογένεια θα πληρώσει 2500 ευρώ επιπλέον για τη θέρμανση μέσα στο 2023. Δεν είναι μυστικό επίσης, ότι η γερμανική βιομηχανία  βασίζεται στο φθηνό ρωσικό αέριο.

Τα μέτρα αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης που ανακοινώνουν με τυμπανοκρουσίες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις -όπως οι μειώσεις του ΦΠΑ ή τα επιδόματα- είναι σταγόνες στον ωκεανό, που εν τέλει οξύνουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Ήδη οι κινητοποιήσεις στην Τσεχία, οι εξελίξεις στην Ιταλία, η ακροδεξιά που βρίσκει νέο πεδίο δράσης αποτελούν τις πρώτες ενδείξεις ενός επερχόμενου κοινωνικού και πολιτικού αναβρασμού στο εσωτερικό της Ευρώπης.

Μνεία πρέπει να γίνει και στο πισωγύρισμα των περιβαλλοντικών διακηρύξεων και του προγράμματος απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης, εργοστάσια παραγωγής ρεύματος με άνθρακα -της πιο επιβαρυντικής για την ατμόσφαιρα πρώτης ύλης- τέθηκαν εκ νέου σε λειτουργία. Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι ασιατικές χώρες όπως το Πακιστάν, λόγω του γεγονότος ότι η Ευρώπη παίρνει μεγάλο μέρος από το αέριο που προοριζόταν για αυτές, έχουν επιστρέψει στη χρήση του ρυπογόνου άνθρακα.

Ταυτίζονται τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά συμφέροντα;

Σε μια γεωπολιτική αντιπαράθεση κάθε πλευρά οφείλει να υπολογίσει ορθολογικά το κόστος, τα οφέλη, τις βέλτιστες λύσεις ή έστω τη μικρότερη ζημία. Η Ευρώπη στην ουκρανική κρίση επιλέγει μια μονόφθαλμη συμπόρευση με την αμερικανική στρατηγική, τζογάροντας την οικονομία της σε ένα παιχνίδι κυρώσεων-αντικυρώσεων, με πυξίδα το άγνωστο.

Ένα παράδειγμα είναι η απαγόρευση αγοράς ρωσικού πετρελαίου από την πλευρά της Δύσης, με την ελπίδα ότι το έλλειμμα θα αναπληρωθεί με αύξηση της προσφοράς από τις υπόλοιπες πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Αυτό φυσικά δε συνέβη, αντιθέτως οι χώρες του ΟΠΕΚ, προκειμένου να αυξηθεί η τιμή του πετρελαίου (και τα έσοδα τους) μείωσαν την παραγωγή, αγνοώντας τις εκκλήσεις του Τζο Μπάιντεν. Το αποτέλεσμα ήταν οι τιμές στα καύσιμα να φτάσουν σε σοκαριστικά ύψη.

Κι αν το ρωσικό πετρέλαιο είναι εφικτό να αντικατασταθεί (δεν απαιτούνται ειδικές υποδομές), η απεξάρτηση από τις ρωσικές εισροές αερίου είναι εξαιρετικά δύσκολη, έως αδύνατη, σε αυτή τη φάση. Ακόμα κι αν η Ευρώπη αποφασίσει να επενδύσει στις απαιτούμενες υποδομές (π.χ. τερματικά LNG, ευρωπαϊκό δίκτυο αγωγών) που θα διευκόλυναν την προμήθεια από άλλες πηγές εκτός Ρωσίας, το κόστος για τον ευρωπαίο καταναλωτή πάλι θα αυξανόταν σημαντικά.

Παρακολουθώντας καθημερινά τις εξελίξεις στη ροή φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ευρώπη, με τις περικοπές ή το κλείσιμο της στρόφιγγας, ήταν αναμενόμενο ότι ο Πούτιν θα αξιοποιούσε αν χρειαζόταν αυτό το ισχυρό όπλο στη φαρέτρα του ως απάντηση στις δυτικές κυρώσεις. Όταν η Μόσχα μειώνει τη ροή πετυχαίνει διπλό κέρδος: αφενός πυροδοτεί τον πληθωρισμό στην Ευρώπη και αφετέρου αυξάνει την τιμή του αερίου και άρα τα έσοδά της. Το προέβλεψαν αυτό οι Ευρωπαίοι ηγέτες ή δεν περίμεναν ο Πούτιν να φτάσει έως και το οριστικό κλείσιμο των ροών φυσικού αερίου; Η μήπως βλέπουν ως «υπολογισμένη» ζημία το γεγονός ότι το κόστος θα το επωμιστούν και σε αυτή την περίπτωση οι ευρωπαίοι πολίτες;

Ένα ακόμη (ρητορικό) ερώτημα: ο αγωγός Nord Stream 2 έχει τη δυνατότητα μεταφοράς μεγάλων ποσοτήτων αερίου με χαμηλότερο κόστος, απευθείας από τη Ρωσία προς τη Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Υπό την έντονη και χρόνια πίεση των ΗΠΑ, με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, η λειτουργία του ακυρώνεται οριστικά. Ποιός κερδίζει και ποιος χάνει από αυτή την εξέλιξη;

Εστιάζοντας στη μεγάλη εικόνα, η απρόσκοπτη εμπορική και ενεργειακή διασύνδεση της Ευρώπης με την Κίνα και τη Ρωσία είναι μια προοπτική που απεύχονται οι ΗΠΑ. Στο υπόβαθρο της σύγκρουσης στην Ουκρανία εξελίσσεται ένα γεωπολιτικό παίγνιο, και μια ατέρμονη αντιπαράθεση, στην οποία η Ευρώπη έχει παγιδευτεί ακολουθώντας τα αμερικανικά συμφέροντα και υποσκάπτοντας τα δικά της. Στο πλαίσιο του διαίρει και βασίλευε, είναι εύλογα χρήσιμο για την Ουάσιγκτον να πλανάται μία ρωσική απειλή για την Ευρώπη. Μεγαλύτερο πρόβλημα για τις ΗΠΑ από την καθεαυτή στρατιωτική απειλή της Ρωσίας και της Κίνας θα ήταν η απουσία μιας τέτοιας απειλής.

Η ρωσική απάντηση στις κυρώσεις 

Τα οικονομικά εμπόδια της Δύσης εις βάρος της Ρωσίας δεν έχουν πλήξει ουσιαστικά, σε πρώτη φάση, τη ρωσική οικονομία. Ενδεχομένως τα αποτελέσματα να φανούν πιο μακροπρόθεσμα. Απέναντι στις δυτικές κυρώσεις, η Ρωσία μετέρχεται τους δικούς της μηχανισμούς στήριξης της οικονομίας της.

Επισημάναμε προηγουμένως τον τρόπο που εργαλειοποιεί το φυσικό αέριο το Κρεμλίνο, ως μοχλό πίεσης προς την Ευρώπη. Επιπλέον, η Μόσχα αναπτύσσει την ενεργειακή της διασύνδεση με τις αγορές της Ασίας, προκειμένου να διοχετεύει προς τα εκεί τους άφθονους ενεργειακούς πόρους που διαθέτει, όταν διαταράσσεται η σχέση της με την Ευρώπη.

Ο στρατηγικός προσανατολισμός στην Ανατολή δεν έγινε εν μια νυκτί, καθώς είναι κάτι για το οποίο η Μόσχα εργάζεται μεθοδικά τα τελευταία χρόνια. Ως εκ τούτου, αυξήθηκαν σημαντικά προσφάτως οι εξαγωγές προς την Κίνα, την Ινδία και άλλες ασιατικές χώρες. Το αποτέλεσμα ήταν η Ρωσία να αυξήσει τρομακτικά το εμπορικό της πλεόνασμα στους πρώτους επτά μήνες του 2022, αγγίζοντας τα 167 δισ. δολάρια συγκριτικά με τα 50 δισ. της περσινής χρονιάς, αύξηση σχεδόν 300%.

Όπου λόγος περί δολαρίου, η Ρωσία από κοινού με την Κίνα καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια να απεγκλωβιστούν από το αμερικανικό νόμισμα και το ευρώ, στηρίζοντας παράλληλα το εθνικό τους νόμισμα. Έτσι, προτάσσουν αποφασιστικά πλέον το ρούβλι και το γουάν στις διμερείς τους συναλλαγές. Το ίδιο επιχειρεί τελευταία η Ρωσία -πιο σταδιακά- και στις συναλλαγές με την Ινδία και την Τουρκία.

Για τον ίδιο σκοπό, το κρυφό χαρτί του Πούτιν, το οποίο η Δύση δεν είχε προβλέψει, ήταν η υποχρεωτική απαίτηση από την πλευρά της Ρωσίας να πληρώνονται σε ρούβλια τα συμβόλαια αγοράς φυσικού αερίου. Παρά τις αντιρρήσεις των Ευρωπαίων, τελικά υποχώρησαν στους όρους των Ρώσων, ανοίγοντας ειδικούς λογαριασμούς στην Gazprombank. Όλα αυτά επέτρεψαν στο ρούβλι να ανακάμψει δυναμικά από τις αρχικές του απώλειες, καθιστώντας το παράγοντα σταθερότητας της Ρωσίας στον οικονομικό πόλεμο της Δύσης.

Έλλειμμα ηγεσίας στην Ευρώπη

Είναι έκδηλη η ανικανότητα της Ευρώπης να χαράξει μια συνολική, ισορροπημένη, ανεξάρτητη στρατηγική. Όχι φιλορωσική, αλλά που θα μπορεί να διαφοροποιηθεί από τα αμερικανικά κελεύσματα, όταν αυτά δεν ταυτίζονται με τα δικά της συμφέροντα.

Η ανεπαρκής στάση της Ευρώπης αποδίδεται και στο έλλειμμα ισχυρής ηγεσίας που παρατηρείται στον πυρήνα της, και συγκεκριμένα στη Γερμανία και την Γαλλία. Στο Βερολίνο η δημοτικότητα του καγκελάριου Όλαφ Σουλτζ έχει καταβαραθρωθεί, καθώς μόλις ένας στους πέντε θα τον ψήφιζε αν γίνονταν εκλογές τώρα. Στο Παρίσι ο Μακρόν, ως γνωστόν, έχασε πρόσφατα την πλειοψηφία στο γαλλικό κοινοβούλιο.

Ακόμα και σημειολογικά αν εξετάσουμε δημόσιες τοποθετήσεις ευρωπαίων πολιτικών, φαίνεται πόσο κατώτερη των περιστάσεων είναι η στάση της Ευρώπης στην ουκρανική κρίση.

Πέδρο Σάντσεθ, πρωθυπουργός της Ισπανίας: «Δεν γνωρίζουμε τι πρόκειται να συμβεί… Κανείς δεν γνωρίζει… Ίσως και ο ίδιος ο Πούτιν να μην έχει αποφασίσει τις επόμενες κινήσεις του». 

Ρόμπερτ Χάμπεκ υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας: «Ο στραγγαλισμός στην προμήθεια φυσικού αερίου είναι μια οικονομική επίθεση εναντίον μας».

Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: «Πρόκειται για ένα κυνικό παιχνίδι του Πούτιν και για εμάς είναι ένα τεστ ενότητας και αλληλεγγύης».

Πώς είναι δυνατόν ηγέτες ευρωπαϊκών κρατών να ομολογούν ότι δεν έχουν ιδέα τι θα συμβεί στην γεωπολιτική σκακιέρα;! Ή ότι ξαφνιάζονται με τα ενεργειακά αντίποινα του Πούτιν;! Πριν προβούν στον οικονομικό και όχι μόνο πόλεμο εναντίον της Ρωσίας, δεν γνώριζαν ότι η Μόσχα έχει τη δυνατότητα να απαντήσει στην Ευρώπη με σκληρά ενεργειακά αντίμετρα, ικανά να αποδιοργανώσουν την οικονομία της; Διότι εάν αυτή η αντίδραση δεν είναι υποκριτική, τότε πρόκειται για παροιμιώδη ανικανότητα της ευρωπαϊκής ηγεσίας.

Από τους ευρωπαίους αξιωματούχους -εκλεγμένους ή διορισμένους- θα περιμέναμε μια  διορατική και δυναμική στάση αντί για ευχολόγια και ηθικολογίες εις βάρος του Πούτιν. Τελικά, αναρωτιόμαστε αν υπάρχει κάποιο σχέδιο διεξόδου από την κρίση. Γιατί έως τώρα, το μόνο που κάνει η Ευρώπη είναι να την ανατροφοδοτεί, με το κόστος φυσικά να το επωμίζονται οι λαοί της.

Για να γραφτεί το κείμενο, χρειάστηκε πολλή δουλειά και χρόνος. Δωρίζοντας το ποσό που επιθυμείτε (Donate) βοηθάτε τους συντάκτες του foreign politics να συνεχίσουν την προσπάθεια. Η στήριξη σας μετράει πραγματικά.