Η Ελλάδα, ενταγμένη στο ευρωπαϊκό οικονομικό πλαίσιο, λαμβάνει πακέτα ενίσχυσης τα οποία εντάσσονται στον προϋπολογισμό της ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική). Η ΚΑΠ δεν είναι άλλο από το σύνολο μέτρων και πολιτικών που συμμορφώνονται με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, αφορούν αποκλειστικά τη γεωργία και διαμορφώνονται βάσει οικονομικών, εμπορικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών και τεχνολογικών αναγκών. Λόγω του ότι η γεωργία αποτελεί θεμέλιο λίθο για την ελληνική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα, στην περίπτωση των εγχώριων δεδομένων δίνεται ιδιαίτερη έμφαση και ανάλογη μέριμνα επιδοτήσεων στη στήριξη του κλάδου, ο οποίος περιλαμβάνει τις επιχειρήσεις φυτικής παραγωγής, κτηνοτροφίας και ιχθυοκαλλιέργειας.
Αναγνωρίζοντας λοιπόν, τη συμβολή της γεωργίας στο εγχώριο ΑΕΠ, περιμένουμε να αντικρίσουμε κινήσεις και νομολογία που εξυπηρετεί τα παραπάνω συμφέροντα. Η περίπτωση του νόμου για το φρέσκο γάλα που θεσπίστηκε το 2014 σίγουρα δεν είναι μια από αυτές.
Μέχρι το 2014, ο όρος «φρέσκο γάλα» ήταν δυνατό να αναγράφεται σε συσκευασίες που περιείχαν προϊόν, το οποίο υποχρεωτικά είχε παραχθεί μέχρι 5 ημέρες πριν τη συσκευασία του. Ο περιορισμός αυτός πέρα από το ότι εξασφάλιζε την αξιοπιστία της λέξης «φρέσκο», δέσμευε τις εταιρίες για συνεργασία με κτηνοτρόφους σε στενό γεωγραφικό πλαίσιο, αναγνώριση της αξίας της πρώτης ύλης και γρήγορες διαδικασίες μεταφοράς και παστερίωσης.
Μετά από συσπείρωση εταιριών του γαλακτοπαραγωγικού τομέα, ασκήθηκε μεγάλη πίεση για τροποποίηση αυτής της κατάστασης και επέκταση των ημερών πίσω από τη λέξη «φρέσκο». Θεωρητικός στόχος: η διευκόλυνση των διαδικασιών, η μείωση του κόστους παραγωγής και τελικά η μείωση της λιανικής τιμής ενός προϊόντος απαραίτητου για μεγάλο μέρος των καταναλωτών.
Πράγματι, το 2014 η τροπολογία αυτή εφαρμόζεται. Χωρίς πομπώδεις ανακοινώσεις , έρχεται στο προσκήνιο και αλλάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την δομή της ελληνικής κτηνοτροφίας.
Οι 10 ημέρες αποτελούν ικανό χρονικό διάστημα για να λάβει χώρα εισαγωγή γάλακτος, να επέλθει παστερίωση και συσκευασία. Έτσι, οι εταιρίες στρέφονται στην εισαγωγή της πρώτης ύλης τους με πολύ χαμηλότερες τιμές. Κύρια χώρα προέλευσης αποτελεί η Ρουμανία, η οποία με χρόνια παράδοση στην κτηνοτροφία, μεγάλο αριθμό συναφών επιχειρήσεων, χαμηλές τιμές και μικρή απόσταση από τα ελληνικά σύνορα, ενσαρκώνει την ιδανική επιλογή.
Ποιες είναι οι συνέπειες όλων αυτών στον Έλληνα κτηνοτρόφο; Η ελληνική κτηνοτροφία, ιδιαίτερα η αγελαδοτροφία στη Βόρειο Ελλάδα, δέχεται ένα τεράστιο πλήγμα. Εταιρίες, για χρόνια πελάτες πολλών κτηνοτρόφων, διακόπτουν τη συνεργασία ή αγοράζουν σε πολύ χαμηλότερες και μη βιώσιμες για τον παραγωγό τιμές (π.χ. ΟΛΥΜΠΟΣ). Στρέφονται στις εισαγωγές για εξοικονόμηση χρημάτων κατά την παραγωγική διαδικασία. Την ίδια στιγμή η τιμή λιανικής μένει σταθερή. Ο καταναλωτής αγοράζει στην ίδια τιμή και κανένας από τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία πέρα από την ίδια την εταιρία δεν επωφελείται από την τροπολογία αυτή.
Αντίθετα, η ελληνική αγελαδοτροφία καταρρέει εκτεθειμένη σε εξευτελιστικές τιμές και σε ασθένειες που αποδεκατίζουν το ζωικό τους κεφάλαιο χωρίς να έχουν την οικονομική ευχέρεια να το προστατέψουν ή να το αντικαταστήσουν.
Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις ανθίζουν. Ήδη μετράνε υποκαταστήματα στη Ρουμανία και στις υπόλοιπες χώρες εισαγωγής, έχουν κερδίσει σημαντικό μερίδιο αγοράς στις χώρες προέλευσης και έχουν καταφέρει την πτώχευση δεκάδων επιχειρήσεων χωρίς καμία νομική συνέπεια.
Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση, είναι χρήσιμο από τη θέση του καταναλωτή να χρησιμοποιήσουμε το όπλο της αγοραστικής δύναμης και των συνειδητών επιλογών, αποφεύγοντας την ενίσχυση γαλακτοβιομηχανιών που επιλέγουν δρόμους με καταστρεπτικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Γιώτα Κεσσανίδου