Η ήπια ισχύς είναι η δυνατότητα μιας χώρας να χρησιμοποιεί την «ελκυστικότητά της» ως μέσο να αυξάνει την επιρροή της στις διεθνείς σχέσεις, σε αντίθεση με τη σκληρή ισχύ, που συνδυάζει στρατιωτική και οικονομική πίεση.

“Είναι η ικανότητα του να πάρεις αυτό που θες περισσότερο μέσω της ελκυστικότητας σου παρά μέσω του καταναγκασμού ή των πληρωμών…η θελκτικότητα είναι πιο αποτελεσματική από τον καταναγκασμό και αξίες όπως δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα και ατομικές ευκαιρίες είναι βαθιά θελκτικές”  σύμφωνα με τον Nye, τον εισηγητή της έννοιας της ήπιας ισχύος.

Κατά τον ίδιο οι πηγές της ήπιας ισχύος είναι τρεις:

  • Ο πολιτισμός και η κουλτούρα μιας χώρας, που διακρίνεται στην «υψηλή» για τις ελίτ, πχ. η λογοτεχνία και στην λαϊκή (ποπ) κουλτούρα, όπως είναι το Hollywood.
  • Οι πολίτικες αξίες στην εσωτερική διακυβέρνηση με τον Nye να επικαλείται τα παραδείγματα της θανατικής ποινής και της ελεύθερης οπλοφορίας στις ΗΠΑ.
  • Η εξωτερική πολιτική, όπου ο σεβασμός στο διεθνές δίκαιο και στις ηθικές αρχές λειτουργεί τονωτικά για την ήπια ισχύ ενός κράτους.

Ο Nye δεν αποφεύγει ωστόσο να πέσει στην παγίδα να υποτιμήσει τη βαρύτητα της σκληρής ισχύος στη σύγχρονη εποχή, άποψη φυσικά που διαψεύδεται από την ίδια την πραγματικότητα, καθώς ακόμα και στις μέρες μας είναι πρόδηλη η σημασία των στρατιωτικών και οικονομικών όπλων στην παγκόσμια σκακιέρα.  

Επιπλέον, ακόμη και η ήπια ισχύς ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής δεν αποτελεί πανάκεια για τις επεκτατικές πολιτικές ορισμένων δυνάμεων και την επιθετική τους εξάπλωση σε άλλες χώρες, υπό τη μορφή ενός άτυπου “πολιτιστικού ιμπεριαλισμού”. Το hollywood για παράδειγμα λειτουργεί ως τέτοιο, μεταδίδοντας τις αμερικανικές αξίες σε όλο τον κόσμο, χωρίς να συναντά πραγματικό ανταγωνισμό λόγω κυρίως του τεράστιου οικονομικού υπόβαθρου που διαθέτει. 

Ακολουθούν τρία συγκεκριμένα παραδείγματα εργαλείων ήπιας ισχύος, από τη Γαλλία, τη Ρωσία και την Τουρκία, λιγότερο προβεβλημένων από τα παραδοσιακά μέσα, αλλά με τη δική τους σημαντική επίδραση. 

 

Η γαλλική γλώσσα

 

Τα αγγλικά αν και είναι παγκόσμια καθομιλουμένη, είναι τόσο αποκεντρωμένη γλώσσα που δύσκολα μια χώρα μπορεί να επικαλεστεί την κυριότητα της και να ασκήσει επιρροή μέσω αυτής. Τα γαλλικά αντίθετα, έχουν σαφή πολιτιστική προέλευση από τη Γαλλία, αποτελώντας για το Παρίσι ένα εργαλείο ήπιας ισχύος προκειμένου να διατηρήσει την επιρροή του στην Αφρική και μακροπρόθεσμα να ανακτήσει το στάτους της υπερδύναμης.

ήπια ισχύς
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν σε χειραψία με παιδιά κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Μπουρκίνα Φάσο το 2017. Photo: Ludovic Marin/AFP

Ο Φρανσουά Μιτεράν μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο είπε ότι χωρίς την Αφρική η Γαλλία δεν θα έχει ιστορία στον 21ο αιώνα. Οι νέες γενιές των Αφρικανών ωστόσο, έχουν αρχίσει να στρέφουν το βλέμμα τους από την αναιμική σε επενδύσεις Γαλλία, στις ευκαιρίες που προσφέρουν η Κίνα και οι ΗΠΑ. Από τη στιγμή λοιπόν που η Γαλλία δεν μπορεί να ανταγωνιστεί σε οικονομικό επίπεδο τις δύο υπερδυνάμεις, ποντάρει πολλά στην πολιτιστική παρακαταθήκη που διαθέτει στην Αφρική μέσω κυρίως της γλώσσας. 

Το 2017 ο Μακρόν από τη Μπουρκίνα Φάσο δηλώνει εμφατικά ότι τα γαλλικά θα γίνουν η πρώτη γλώσσα στην Αφρική και ίσως και σε ολόκληρο τον κόσμο αν ακολουθήσουν τη σωστή στρατηγική. Ένα χρόνο αργότερα ο Γάλλος πρόεδρος αποκαλύπτει το σχέδιο του να ενισχύσει τους δεσμούς με τις πρώην γαλλικές αποικίες, επενδύοντας εκατοντάδες εκατομμύρια για την δημιουργία γαλλικών σχολείων στις περιοχές αυτές. 

Σήμερα 274 εκατομμύρια άνθρωποι σε πέντε ηπείρους μιλούν τα γαλλικά ως πρώτη η δεύτερη γλώσσα. Συγκεκριμένα στην Αφρική, ομιλούνται σε 21 υποσαχάριες χώρες, ο πληθυσμός των οποίων βρίσκεται σε δημογραφική έκρηξη, με συνέπεια να αναμένεται πολύ μεγάλη αύξηση στον αριθμό των γαλλόφωνων τις επόμενες δεκαετίες. Το στοιχείο αυτό είναι που θέλει να εκμεταλλευτεί πολιτικά το Παρίσι, ωστόσο η γλώσσα ως μέσο ήπιας ισχύος, είναι προφανές ότι από μόνη της – δίχως φυσική παρουσία και ουσιαστικές επενδύσεις – δεν αρκεί για να δεσμεύσει την Αφρική στη γαλλική σφαίρα επιρροής.

 

Η Gazprom και το ποδόσφαιρο

 

Ο αθλητισμός και το ποδόσφαιρο ειδικότερα, ως αναπόσπαστο κομμάτι της οικονομικής, πολιτιστικής και πολιτικής ζωής στις σύγχρονες κοινωνίες, έχει αξιοποιηθεί διαχρονικά ως μέσο ήπιας ισχύος για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό η Ρωσία εντάσσει το ποδόσφαιρο στην εργαλειοθήκη της πολιτιστικής διπλωματίας με σκοπό να ενισχύσει διεθνώς το πρεστίζ και την ελκυστικότητα της. 

Η προμετωπίδα στη συγκεκριμένη επιδίωξη της Ρωσίας είναι η πασίγνωστη Gazprom που ως γνωστόν τελεί υπό κρατικό έλεγχο. Ο ενεργειακός κολοσσός που χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως από το Κρεμλίνο ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, έχει επενδύσει μεγάλα ποσά στο ποδόσφαιρο ως βασικός χορηγός της Σάλκε στη Γερμανία, του Ερυθρού Αστέρα στη Σερβία και στις διοργανώσεις του Champions League και του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Επιπλέον είναι γνωστή η συσχέτιση του Αμπράμοβιτς, ιδιοκτήτη της αγγλικής Chelsea με τη Gazprom, ενώ υπάρχουν έντονες φήμες ότι η ρωσική εταιρεία έχει επιχειρήσει επανειλημμένα να αγοράσει μετοχές ιταλικών ομάδων. 

Αναφορικά με τη Σάλκε και τον Ερυθρό Αστέρα, δεν αποτελεί σύμπτωση για την Gazprom η απόφαση συνεργασίας μαζί τους, καθώς η μεν χορηγία στη Γερμανία συμπίπτει με τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 1 και τη διεύρυνση της ενεργειακής σχέσης Μόσχας-Βερολίνου, ενώ η επένδυση στη Σερβία συνδέεται με τη στενή διπλωματική σχέση της βαλκανικής χώρας με τη Ρωσία.

Με αυτό τον τρόπο λοιπόν, η Gazprom επιδιώκει να προβάλει το προφίλ μιας εύρωστης εταιρείας, γεμάτης αυτοπεποίθηση, ικανής να παράγει δύναμη και επιρροή διεθνώς, αντανακλώντας έτσι τις αξίες και τις φιλοδοξίες του ρωσικού κράτους.

 

Η διπλωματία της σαπουνόπερας

 

Το σινεμά και οι τηλεοπτικές εκπομπές αποτελούν επίσης πεδία ανταγωνισμού μεταξύ των εθνών στην προσπάθεια τους να πετύχουν παγκόσμια αναγνώριση. Για παράδειγμα, πέραν του Hollywood με την παγκόσμια εμβέλεια, σημαντική επιρροή σε περιφερειακό επίπεδο έχουν επίσης το Μπόλιγουντ, οι Μεξικάνικες, οι Βραζιλιάνικες και Κορεάτικες τηλεοπτικές παραγωγές. Ωστόσο, αυξανόμενο ενδιαφέρον διεθνώς έχουν αποκτήσει την τελευταία δεκαετία οι τουρκικές σαπουνόπερες. Με εκατομμύρια θεατές σε πολλές ηπείρους,  η Τουρκία έχει γίνει μια από τις κορυφαίες εξαγωγικές δυνάμεις τηλεοπτικού προϊόντος στον κόσμο, ξεπερνώντας Μεξικό και Βραζιλία και όντας στη δεύτερη θέση πίσω μόνο από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

ήπια ισχύς
Σουλεϊμάν ο μεγαλοπρεπής σε πινακίδα στο Σαντιάγο της Χιλής. Photo: Claudio Reyes/AFP

Από τη δεκαετία του 2000, οι σειρές δράματος της τουρκικής τηλεόρασης έχουν σημειώσει μεγάλη άνθηση. Τα περισσότερα τηλεοπτικά δράματα αντανακλούν με εμφατικό τρόπο τον τουρκικό πολιτισμό και αποτελούν για πολλούς το πιο αναγνωρίσιμο προϊόν στις οικονομικές και πολιτιστικές εξαγωγές της γείτονος χώρας. Η τηλεοπτική βιομηχανία έχει παίξει κρίσιμο ρόλο στην τόνωση της δημοτικότητας της Τουρκίας στην Ασία, την Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.

Υπό αυτή την άποψη, οι τουρκικές τηλεοπτικές σειρές ως εθνικό πολιτιστικό προϊόν, έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν στο κεφάλαιο ήπιας ισχύος της χώρας. H κυβέρνηση της Τουρκίας, έχοντας αντιληφθεί την προσθετική αξία της τηλεόρασης στη διεθνή εικόνα της χώρας, ενισχύει και παρέχει κίνητρα στις τηλεοπτικές εταιρείες που εξάγουν τις παραγωγές τους στο εξωτερικό. Χαρακτηριστικά, ο Abdurrahman Arici από τη θέση του υφυπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι η κυβέρνηση θα στηρίξει έμπρακτα την προσπάθεια, βοηθώντας την προώθηση των τουρκικών σίριαλ σε μια σειρά από ξένες χώρες: «Με τις τηλεοπτικές σειρές μπορούμε να μπούμε σε κάθε σπίτι και να διαδώσουμε την επιρροή του τουρκικού πολιτισμού», είχε δηλώσει ο Arici στην Hurriyet. 

Για να γραφτεί το κείμενο, χρειάστηκε πολλή δουλειά και χρόνος. Δωρίζοντας το ποσό που επιθυμείτε (Donate) βοηθάτε τους συντάκτες του foreign politics να συνεχίσουν την προσπάθεια. Η στήριξη σας μετράει πραγματικά.