Διαχρονικά οι σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανίας έχουν περάσει από σημαντικές διακυμάνσεις. Αναμενόμενο μέχρι το 1990, όσο οι δύο δυνάμεις ανήκαν σε αντίπαλα γεωπολιτικά μπλοκ. Όχι εξίσου λογικό μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ και τις μεγάλες προοπτικές συνεργασίας που άνοιξαν για τα δύο γειτονικά κράτη. 

Γενικά, η διάθεση που κυριαρχούσε ανέκαθεν στην Αλβανία απέναντι στην Ελλάδα σε διπλωματικό επίπεδο ήταν η δυσπιστία, ενώ στην Ελλάδα ήταν η ανάγκη για έλεγχο και επιβολή προς την Αλβανία. Σήμερα οι δύο αυτές στάσεις βρίσκονται σε νέα κορύφωση. Οι σχέσεις ανάμεσα σε Τίρανα και Αθήνα βρίσκονται στο χειρότερο σημείο των τελευταίων 25 ετών, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά σε ελληνικό μέσο ο διάσημος Αλβανός δημοσιογράφος/αναλυτής Blendi Fevziu. 

Άλλη εικόνα θέλει να παρουσιάζει  η Ελληνική κυβέρνηση,  που δημοσίως καυχιέται ότι διατηρεί άριστες σχέσεις με όλα τα κράτη των Βαλκανίων. Η αντιπολίτευση από την πλευρά της,  για το αρνητικό κλίμα με Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία κατηγορεί την κυβέρνηση ότι “φαίνεται χαμένη στον βαλκανικό ορίζοντα”.

Η πραγματικότητα είναι ότι στα τρία κύρια ανεπίλυτα ζητήματα με την Αλβανία, οριοθέτηση ΑΟΖ, Νόμος εμπόλεμου, ιδιοκτησιακά δικαιώματα ελληνικής μειονότητας επικρατεί στασιμότητα, αν όχι επιδείνωση.

Η τακτική της Ελλάδας

Από την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος μέχρι σήμερα, η πολιτική της Ελλάδας απέναντι στην Αλβανία σε γενικές γραμμές, όντας σε σαφή θέση ισχύος, ήταν η διαρκής πίεση. Με την άκαμπτη στάση της επιδίωκε να εξαναγκάζει την αδύναμη βόρεια γείτονά της να υποχωρεί στις ελληνικές απαιτήσεις. 

Πρόκειται για τακτική δημιουργίας πολιτικών αδιεξόδων,  ακροδεξιάς εθνοκεντρικής προέλευσης, που προτιμά να διαιωνίζει τις διαφορές αντί να εργάζεται για την επίλυση τους. Αυτή η κοντόφθαλμη λογική προτάσσει τα εσωτερικά μικρό-πολιτικά συμφέροντα προς χάριν της συμπάθειας του συντηρητικού ακροατηρίου της, έναντι της διπλωματίας αμοιβαίων παραχωρήσεων για την επίλυση των ζητημάτων που διχάζουν την Ελλάδα με τους γείτονες της. 

Το 1994 στα ελληνοαλβανικά σύνορα εκτυλίχθηκαν ορισμένα πολύ σοβαρά γεγονότα. Οπλισμένοι παραστρατιωτικοί, ορμώμενοι από ελληνικό έδαφος, εξαπέλυσαν επίθεση σε αλβανικό συνοριοφυλάκιο, σκοτώνοντας δύο αλβανούς στρατιωτικούς. Παρόμοια επίθεση σημειώθηκε το επόμενο έτος σε άλλο αλβανικό φυλάκιο, δίχως νεκρούς αυτή τη φορά. Ενδιάμεσα η Αλβανία κατήγγειλε επίσημα την Ελλάδα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η ελληνική κυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία είχε ενοχληθεί ιδιαίτερα με τη συγκεκριμένη παραστρατιωτική δράση, αποδίδοντας τη σε κύκλους που σαμποτάρουν την διπλωματική προσέγγιση των δύο χωρών. Παρόλα αυτά, ως αντίποινα, εφάρμοσε την επιχείρηση “σκούπα” απελαύνοντας από την Ελλάδα 150.000 Αλβανούς μετανάστες και καταψηφίζοντας ένα σημαντικό ευρωπαϊκό πακέτο οικονομικής στήριξης της Αλβανίας. 

Την ευθύνη των επιθέσεων ανέλαβε η οργάνωση ΜΑΒΗ (Μέτωπο Απελευθέρωσης της Βορείου Ηπείρου). Οι έρευνες των ελληνικών αρχών έδειξαν ότι η ΚΥΠ (Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών) είχε καταλυτικό ρόλο στην οργάνωση των επιθέσεων. Στη δίκη όσων συνελήφθησαν από την Ελληνική Αστυνομία οι κατηγορούμενοι τιμωρήθηκαν για απλά πλημμελήματα και αφέθηκαν ελεύθεροι. Όσοι δικάστηκαν από αλβανικό δικαστήριο αθωώθηκαν. Η πραγματικότητα είναι ότι οι ΗΠΑ, εν μέσω τεταμένου κλίματος στα Βαλκάνια (πόλεμος στη Βοσνία), αλλά και της επικείμενης ένταξης της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ μεσολάβησε παρασκηνιακά στην ελληνοαλβανική ρήξη, αναγκάζοντας τις δύο πλευρές να υποχωρήσουν και να βάλουν τέλος στην κρίση.

Πώς φτάσαμε στο θέμα Μπελέρη

Ένας εκ των εφτά συλληφθέντων για την υπόθεση ήταν ο Φρέντης Μπελέρης. Παρόλο που αθωώθηκε από την αλβανική δικαιοσύνη, για το σύστημα  και τη συλλογική μνήμη της Αλβανίας ωστόσο, παρέμεινε persona non grata.

Επιστρέφοντας στο παρόν, ο νικητής των αλβανικών δημοτικών εκλογών της μειονοτικής Χιμάρας του 2023 και νυν ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, αποτέλεσε το αποκορύφωμα της τελευταίας επιδείνωσης των Ελληνο-Αλβανικών σχέσεων. Η στοχοποίηση και δίωξη του από τις Αλβανικές αρχές – σαφώς πολιτική –  πέραν των εσωτερικών κινήτρων (διαφθορά, τέρψη πατριωτικού ακροατηρίου), συνιστά μια επιθετική αντίδραση της Αλβανίας προς την πολιτική πίεσης της Ελλάδας. Η κλιμάκωση και η αδιαλλαξία των Τιράνων στο θέμα Μπελέρη είναι το αποτέλεσμα της διαχρονικής πολιτικής εξαναγκασμού της Ελλάδας προς την Αλβανία. Η αλβανική επίδειξη πυγμής, είναι μια απόπειρα να διεκδικήσει το δικό της χώρο πολιτικής ευελιξίας στις σχέσεις των δύο χωρών. Η σκληρή στάση των Τιράνων είναι μια δήλωση προς την Αθήνα να μη θεωρεί δεδομένη από δω και πέρα την υποχωρητικότητα της Αλβανίας. 

Η Αθήνα με τη σειρά της, σε μια τυπική έκφραση της τακτικής δημιουργίας αδιεξόδων, απάντησε εντάσσοντας τον Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας, με τη λογική ότι θα “στριμώξει” περαιτέρω την Αλβανία. Η κίνηση κλιμάκωσης από την Ελλάδα ουδόλως βοηθά στη διευθέτηση των ζητημάτων της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία και γενικότερα στην πρόοδο των διμερών σχέσεων των δύο κρατών. Η διπλωματική επίλυση των διαφορών προϋποθέτει ανοιχτές πόρτες στο διάλογο και τη διαπραγμάτευση, όχι το σφράγισμα τους.  

Αναφορικά με την τακτική της Αλβανίας, συμπεραίνουμε ότι η χώρα, έχοντας ανακτήσει σταδιακά τη χαμένη της αυτοπεποίθηση, επιδιώκει να βγει από τη θέση αδυναμίας των προηγούμενων ετών, να ισχυροποιήσει τη γεωπολιτική της θέση στην περιοχή, έτσι ώστε να μπορεί να διαπραγματεύεται με την Ελλάδα σε μια πιο ισότιμη βάση. 

Παρόλα αυτά, η Ελλάδα διατηρεί μια ισχυρή διπλωματική “κάρτα”, το δικαίωμα άσκησης βέτο στην  ένταξη της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Αθήνα κατά καιρούς χρησιμοποιεί το εργαλείο αυτό σαν μέσο ελέγχου και έμμεσης απειλής. Ανάγοντας τις μεταξύ τους διαφορές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, περιορίζει το δικό της πολιτικό κόστος, με στόχο να μη φαίνεται στα μάτια της διεθνούς κοινότητας αδιάλλακτη και σκληρή απέναντι στην Αλβανία.

Η Ευρώπη, και ειδικά ο πυρήνας της Ε.Ε. δεν ενθουσιάζεται στην προοπτική της ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στην Ένωση. Οι γεωπολιτικές προκλήσεις την αναγκάζουν να προσεγγίσει την περιοχή, προκειμένου να αποτρέψει Ρωσία, Κίνα και Τουρκία. Η ενσωμάτωση των Βαλκανικών χωρών στη Δυτική σφαίρα επιρροής αποτελεί εξάλλου στρατηγική απαίτηση των ΗΠΑ.  Ως εκ τούτου, η Ε.Ε. εφαρμόζει μια πολιτική ημίμετρου και ενδιάμεσης λύσης: Υπόσχεται την προοπτική, αναβάλλοντας όμως την οριστική λύση. Δελεάζει τα Βαλκάνια με επιχορηγήσεις και προνόμια για να κρατά την περιοχή σε αναμονή.

Η συγκεκριμένη πολιτική βασίζεται σε λεπτές ισορροπίες, ενέχοντας κινδύνους για την ελληνική πλευρά. Αφενός είναι ευφυής, καθότι αναγκάζει μέσω ήπιας ισχύος την άλλη πλευρά να λάβει υπόψη τις θέσεις της, αφετέρου όμως αν υπερβεί τα όρια, η Ελλάδα κινδυνεύει να εκτεθεί στα μάτια της Αλβανίας και της Ευρώπης ως η χώρα που για δικό της όφελος, εκβιάζει την ευρωπαϊκή ένταξη της Αλβανίας, κάνοντας κατάχρηση του δικαιώματος της στο βέτο

Και φίλοι και εχθροί

Ένα ακόμη «αγκάθι» στις σχέσεις των δύο χωρών – εντελώς περιττό για τη σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα – είναι το καθεστώς του εμπόλεμου της Ελλάδας προς την Αλβανία και η αδικαιολόγητη κωλυσιεργία της πρώτης να το καταργήσει οριστικά. 

Πρόκειται για το βασιλικό διάταγμα του 1940 υπό την κυβέρνηση Μεταξά, το οποίο ενόψει του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου χαρακτήριζε την Ιταλία και την κατειλημμένη Αλβανία ως εχθρικά κράτη. Η άρση του το 1987 με υπουργική απόφαση από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ δεν συνιστούσε νόμο του κράτους, συνεπώς στερούνταν την απαιτούμενη νομιμοποίηση. Η διαχρονική αναβλητικότητα της Ελλάδας να καταργήσει με κάθε επισημότητα το εμπόλεμο καθεστώς δημιουργεί εύλογα καχυποψία στην Αλβανία.

Γιατί τηρεί αυτή τη στάση η ελληνική πλευρά; Υπάρχει αφενός το επιχείρημα ότι η Αθήνα διατηρεί το εμπόλεμο ώστε να επιτρέπει να υποβόσκει μια εδαφική γκρίζα ζώνη και αμφισβήτηση των Ελληνο-Αλβανικών συνόρων. Η κατάσταση αυτή σε κάποιο αόριστο μελλοντικό χρόνο, εν μέσω ενδεχόμενων γεωπολιτικών αναταραχών και αστάθειας, θα μπορούσε δυνητικά να ενεργοποιηθεί από την Ελλάδα ως νομικό έρεισμα για τη διεκδίκηση εδαφών στην Αλβανία. Ακόμη κι αν θεωρηθεί αναχρονιστικό το συγκεκριμένο επιχείρημα, μια λογική εξήγηση για τη στάση της Ελλάδας είναι ότι συντηρεί αυτό το καθεστώς προκειμένου να το αξιοποιεί σαν διαπραγματευτικό ατού στις συζητήσεις με τα Τίρανα. Πρόκειται για ακόμη μια κοντόφθαλμη εθνικιστική πολιτική της Ελλάδας, που δεν βοηθά να αρθεί η δυσπιστία και να καλλιεργηθεί ένα γόνιμο έδαφος αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών.

Τον Μάρτη του 1996 μάλιστα, συνήφθη μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας το “Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφάλειας”. Πρόκειται για μια συμφωνία μεγάλης βαρύτητας στο πεδίο της διπλωματίας. Είναι άκρως παράδοξο επομένως το γεγονός ότι συνυπάρχουν την ίδια στιγμή ο νόμος του πολέμου και η συγκεκριμένη υψίστης ισχύος συμφωνία. Αυτό το αντιφατικό δυαδικό στάτους εχθρότητας και φιλίας δεν συναντάται συχνά διεθνώς και σίγουρα δε συμβάλει στον εξορθολογισμό των διπλωματικών διαδικασιών μεταξύ των δύο γειτόνων. 

Οικονομία και χαμένες προοπτικές 

Περά από τις πολιτικές αναλύσεις και τις υποκειμενικές εκτιμήσεις για την πορεία των διακρατικών σχέσεων, οι οικονομικοί δείκτες λειτουργούν ως αντικειμενικές ενδείξεις της πορείας των σχέσεων αυτών.

Αναλύοντας τις οικονομικές ειδήσεις του τρέχοντος έτους για την Αλβανία, ενδιαφέρον είχε η είδηση της σύμπραξης της ουγγρικής εταιρείας 4ΙG και της Αιγυπτιακής Telecom Egypt για την κατασκευή υποθαλάσσιου καλωδίου οπτικών ινών που θα συνδέει την Αίγυπτο με την Αλβανία. Το ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη ιστορία είναι ότι η 4ΙG είναι η μητρική της One Albania, της μιας από τις δύο τηλεπικοινωνιακούς παρόχους της Αλβανίας, η οποία στο διάστημα 2000-2015 ανήκε στην Cosmote. 

Η περίπτωση αυτή αποτελεί ένα απτό παράδειγμα της συνολικής υποχώρησης της Ελλάδας ως επενδύτριας δύναμης στην Αλβανία. Το διάστημα που ο όμιλος της Cosmote κατείχε τον αλβανικό πάροχο είναι μια εποχή, όπου η Ελλάδα ήταν στην πρώτη θέση των ξένων επενδυτών στην Αλβανία, πραγματοποιώντας μεγάλες επενδύσεις σε κρίσιμους κλάδους της οικονομίας της γειτονικής χώρας. Σταδιακά ωστόσο, η Ελλάδα άρχισε να υποχωρεί μετά το 2015, και συγκεκριμένα το 2021 καταλάμβανε την 9η θέση. Ιταλία, Ολλανδία και Τουρκία βρίσκονται στις πρώτες θέσεις, ενώ ακόμη και η Βουλγαρία είναι πάνω από την Ελλάδα. 

Ανάλογη πτώση καταγράφεται και στο εμπόριο, όπου η Ελλάδα βρίσκεται στην 3η θέση των εμπορικών εταίρων της Αλβανίας με 7,4%, πίσω από την Ιταλία (28,8) και την Τουρκία (10%). Οι αριθμοί είναι από το πρώτο τρίμηνο του 2024, διάστημα στο οποίο το εμπόριο με την Ελλάδα μειώθηκε κατά 41,6% σε σχέση το 2023, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη μείωση από κάθε άλλη χώρα που συναλλάσσεται με την Αλβανία. 

Τα αρνητικά οικονομικά στατιστικά έρχονται σε αντιπαράθεση με τις σημαντικές προοπτικές συνεργασίας των δύο χωρών, τις οποίες επισημαίνει στις επίσημες αναφορές της η ίδια η ελληνική πρεσβεία στα Τίρανα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που προτείνει η πρεσβεία είναι η “δυνατότητα συμπαραγωγής προϊόντων μέσω μικτών επιχειρήσεων (joint ventures), προκειμένου τα προϊόντα αυτά να διεισδύσουν σε μεγαλύτερες αγορές τις οποίες αδυνατεί να καλύψει, λόγω μεγέθους από μόνη της η ελληνική παραγωγή.

Ως δομικά κίνητρα για τις ελληνικές επενδύσεις στην Αλβανία η ελληνική πρεσβεία υπογραμμίζει:

  1. Την ήδη υπαρκτή ελληνική επιχειρηματική κοινότητα.
  2. Την ύπαρξη της ελληνικής μειονότητας που δυνητικά μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα μεταξύ των δύο λαών και των οικονομιών τους.
  3. Την εξοικείωση των Αλβανών με τα ελληνικά προϊόντα και τον αντίστοιχο τρόπο ζωής, λόγω των πολυάριθμων μεταναστών, που τα έχουν μεταφέρει ως πρότυπα επιστρέφοντας στη χώρα τους. 

Δυστυχώς, οι μεγάλες αυτές δυνατότητες αμοιβαίου οφέλους, προς το παρόν δεν αξιοποιούνται επαρκώς, και ούτε διαφαίνεται κάποια βελτίωση στον ορίζοντα. Η οικονομική και εμπορική δραστηριότητα προϋποθέτει την πολιτική σταθερότητα, την οποία η Ελλάδα αδυνατεί ή αδιαφορεί να εξασφαλίσει.

Ένα ακόμη παράδειγμα είναι το διεθνές πρότζεκτ διευκόλυνσης των εμπορικών ροών και μεταφορών TTFP2, που στοχεύει να δώσει ώθηση στην περιφερειακή ανάπτυξη των Δυτικών Βαλκανίων και τη σύγκλιση της οικονομίας τους με την ενιαία αγορά της Ευρώπης. Το έργο παρέχει τα μέσα για τη βελτίωση των υποδομών και των δικτύων διέλευσης των εφοδιαστικών αλυσίδων. Η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί από το συγκεκριμένο πρόγραμμα, εξελίσσοντας τη διασυνοριακή σύνδεση της με τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία. Αγκυλωμένη ωστόσο στα αδιέξοδα της εξωτερικής της πολιτικής – αντίθετα με το πνεύμα συνεργασίας και τα  αναπτυξιακά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περιοχή – φροντίζει να υποβαθμίζει τις σχέσεις και με τις δύο γειτονικές χώρες. 

Επειδή όμως, όπως η φύση, ούτε η οικονομία ή η πολιτική αγαπάνε τα κενά, τρίτες χώρες σπεύδουν να καλύψουν τον κενό χώρο στα Δυτικά Βαλκάνια. Κι αν η Κίνα και η Ρωσία είναι μη συγκρίσιμα μεγέθη για την Ελλάδα, η αυξανόμενη διείσδυση της Τουρκίας στην Αλβανία πρέπει να προβληματίσει την Αθήνα. Η Τουρκία εξελίσσεται σε βασικό εμπορικό εταίρο και επενδυτή στην Αλβανία, επενδύοντας  σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, όπως η ενέργεια, τα ορυχεία, οι κατασκευές, ο τραπεζικός κλάδος, η υγεία και η εκπαίδευση.

Από το 2013 οι δύο χώρες διατηρούν στάτους στρατηγικής συνεργασίας, το οποίο εκτείνεται και σε στρατιωτικό επίπεδο. Ήδη από το 1992 η Τουρκία συνέβαλε στον εκσυγχρονισμό των αλβανικών ενόπλων δυνάμεων, ενώ είναι γνωστό ότι κάνει σημαντικές εξαγωγές όπλων στην Αλβανία. Επίσης, ανοικοδόμησε και χρησιμοποιεί  το ναύσταθμο στον Αυλώνα, προσφέρει εκπαίδευση σε αξιωματικούς αλλά και ειδικές παροχές σε στρατιωτικούς, όπως π.χ. ιατρική περίθαλψη στα τουρκικά νοσοκομεία και ελεύθερη πρόσβαση στην τουρκική στρατιωτική ακαδημία. 

Είναι ευνόητο ότι η προσέγγιση της Τουρκίας με την Αλβανία εντάσσεται στη γενικότερη στρατηγική επέκτασης της τουρκικής επιρροής στα Βαλκάνια και ειδικότερα στις περιοχές με μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Η πρόκληση για την Ελλάδα είναι να αξιοποιήσει τα δικά της πολλαπλάσια πλεονεκτήματα συγκριτικά με την Τουρκία  στην ανάπτυξη των σχέσεων με την Αλβανία, κάτι που δείχνει να αδυνατεί ή να αδιαφορεί να πετύχει έως τώρα. 

Εμβέρ Χότζα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ

Η παρούσα ανάλυση εστιάζει τον κριτικό φακό στην ελληνική πλευρά, χωρίς αυτό ωστόσο να σημαίνει ότι η Αλβανία ακολουθούσε απαρέγκλιτα φιλική και γόνιμη στάση στα ελληνο-αλβανικά ζητήματα. Παρόλα αυτά, μελετώντας τη σύγχρονη διπλωματική ιστορία της γείτονος χώρας, συμπεραίνουμε ότι σε γενικές γραμμές τα Τίρανα, επιθυμούσαν διακαώς την άρση του εμπόλεμου και το οικονομικό και πολιτικό άνοιγμα  προς την Αθήνα, ήδη από την εποχή Χότζα. Η Αλβανία βρέθηκε σε δεινή οικονομική και διπλωματική θέση μετά τη ρήξη (και) με την Κίνα τη δεκαετία του 80’. Οι αυταπάτες του Εμβέρ Χότζα περί αυτάρκειας και πλήρους ανεξαρτησίας της μικρής Αλβανίας είχαν καταρρεύσει προ πολλού, αναγκάζοντας την ηγεσία της χώρας να αναζητήσει εναγωνίως οικονομικές και πολιτικές διεξόδους.

Ήδη το 1980, Nase και Μητσοτάκης, αμφότεροι υπουργοί εξωτερικών, σε ανεπίσημες συνομιλίες σε συνέλευση του ΟΗΕ, συζήτησαν την προοπτική οικονομικής συνεργασίας, άρσης του εμπόλεμου και ελεύθερης μετακίνησης των Βορειοηπειρωτών. Τελικά όλα αυτά έμειναν μόνο στα λόγια, καθώς το κλίμα στην εθνικιστική πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας εναντιωνόταν σε τέτοια ανοίγματα. 

Λίγα χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου επέδειξε ουσιαστική διάθεση προσέγγισης, επιτυγχάνοντας πρόοδο με απτά αποτελέσματα. Το 1988 υπεγράφη σύμφωνο που επέτρεπε το διασυνοριακό εμπόριο, εγκαινιάστηκε η ακτοπλοϊκή σύνδεση Κέρκυρας-Αγίων Σαράντα και ξεκίνησαν οι επισκέψεις των υπουργών εξωτερικών. Η πολιτική αστάθεια όμως στην Ελλάδα το 1989 και οι προκλητικές παρεμβάσεις του Αντώνη Σαμαρά αλλά και η διαρκής υπονόμευση της σύγκλισης με την Αλβανία από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας και των συντηρητικών-εθνικιστικών κύκλων, τορπίλισαν την πρόοδο στις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών, ακυρώνοντας μάλιστα την εμπορική συμφωνία.

Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε και πιο πρόσφατα επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η καλή συνεργασία των ΥΠΕΞ Κοτζιά-Μπουσάτι δρομολόγησε εξελίξεις σε σειρά ζητημάτων, όπως η οριοθέτηση της ΑΟΖ, η άρση του εμπόλεμου, η εκταφή Ελλήνων πεσόντων του ελληνο-ιταλικού πολέμου, η αναγνώριση αλβανικών διπλωμάτων στην Ελλάδα κ.α. Η πρόοδος αυτή εξασθένησε όταν ανέλαβε η Νέα Δημοκρατία τα κυβερνητικά ηνία, επιδεικνύοντας πιο αυστηρή και συγκρουσιακή στάση έναντι της αλβανικής πλευράς. 

Πως βλέπει ο ένας λαός τον άλλο;

Ένας ακόμη παράγοντας που δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την εδραίωση αρμονικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας είναι η θετική προδιάθεση της αλβανικής κοινής γνώμης προς την Ελλάδα. Όπως αποτυπώνεται σε μια ενδιαφέρουσα κοινή έρευνα της Open Society foundation of Albania και του ΕΛΙΑΜΕΠ το 2021, Αλβανοί και Έλληνες δεν βλέπουν οι μεν τους δε σαν εθνική απειλή[1]. Συγκεκριμένα, μονο το 3% των Αλβανών  θεωρεί ως πιθανή απειλή την Ελλάδα ενώ κανείς από τους Έλληνες δεν βλέπει ως κίνδυνο την Αλβανία. Το 61% των ερωτηθέντων στην Αλβανία είχε θετική γνώμη για την Ελλάδα και μόλις το 4% αρνητική. Στους Έλληνες συμμετέχοντες θετική γνώμη για την Αλβανία είχε το 15,5% και αρνητική το 40,5%, αντανακλώντας σύμφωνα με τους ερευνητές τα αρνητικά στερεότυπα στην ελληνική κοινωνία για τους Αλβανούς μετανάστες. Το 85% των Αλβανών και το  90% των Ελλήνων συμφωνούν ότι η Ελλάδα έχει βοηθήσει την Αλβανία τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Επιπλέον, ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα επιμέρους εύρημα, σύμφωνα με το οποίο το 73,5% των Ελλήνων και το 58% των Αλβανών πιστεύουν ότι οι δύο χώρες έχουν πολεμήσει η μία εναντίον της άλλης στο παρελθόν. Αλβανία και Ελλάδα ουδέποτε έχουν εμπλακεί σε πόλεμο μεταξύ τους. Οι απαντήσεις των συμμετεχόντων στην έρευνα δείχνουν το βαθμό των προκαταλήψεων, της ημιμάθειας και της συστηματικής παραπληροφόρησης στους δύο λαούς.

Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι εννέα στους δέκα Έλληνες (89%) πιστεύουν ότι η Ελλάδα κινδυνεύει από κάποια άλλη χώρα. Στην αλβανική κοινή γνώμη είναι μόλις 26% το αντίστοιχο ποσοστό. Στην ερώτηση για το ποια χώρα θεωρούν οι Έλληνες φιλική, μόνο η Γαλλία συγκεντρώνει υψηλό ποσοστό (29,5%), με όλες τις υπόλοιπες να τυγχάνουν μικρό βαθμό εμπιστοσύνης.

Με βάση λοιπόν τα ευρήματα της έρευνας, φαίνεται ότι οι Έλληνες διακατέχονται από μεγαλύτερη φοβικότητα στις διεθνείς σχέσεις της χώρας τους συγκριτικά με τους Αλβανούς. Λογικό ως ένα βαθμό, λαμβάνοντας υπόψη την γειτνίαση με μια ανταγωνιστική και αναθεωρητική δύναμη όπως η Τουρκία. Το διαχρονικά εθνικιστικό πνεύμα ωστόσο στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, με την ανάλογη ή ακόμη πιο ακραία αναπαράσταση στα ΜΜΕ, έχει γαλουχήσει την ελληνική κοινή γνώμη με τις αντίστοιχες αντιλήψεις, με συνέπεια να βλέπει στο διεθνές περιβάλλον περισσότερες απειλές από πιθανές φιλίες.

 

Συμπερασματικά, για όλες τις προδιαγραφές και τις μεγάλες προοπτικές μεταξύ των δύο χωρών, είναι προβληματικό το γεγονός ότι η Ελλάδα, ως η ισχυρή δύναμη, δεν έχει φροντίσει από την πλευρά της να οδηγήσει τις σχέσεις με την Αλβανία σε άριστο επίπεδο φιλίας και συνεργασίας. Είναι άστοχο στρατηγικά να δημιουργείς εχθρούς εκεί που μπορείς να έχεις φίλους. Δεδομένου μάλιστα  του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, η Αθήνα είναι υποχρεωμένη να διατηρεί άρτιες σχέσεις με τις υπόλοιπες γείτονες χώρες.

Η προσκόλληση σε εθνικιστικές αγκυλώσεις και η κοντόφθαλμη μικροπολιτική κουλτούρα που διαχρονικά επικρατεί στην ελληνική  εξωτερική πολιτική “στενεύει” τον ορίζοντα των σχέσεων της Ελλάδας στην περιοχή της και υποβαθμίζει την επιρροή που θα μπορούσε να έχει στην Αλβανία και στα Βαλκάνια γενικότερα.

Θωμάς Ρούτσης

 

Για να γραφτεί το κείμενο, χρειάστηκε πολλή δουλειά και χρόνος. Δωρίζοντας το ποσό που επιθυμείτε (Donate) βοηθάτε τους συντάκτες του foreign politics να συνεχίσουν την προσπάθεια. Η στήριξη σας μετράει πραγματικά.


[1] https://www.eliamep.gr/wp-content/uploads/2021/06/Public-Opinion-Greece-and-Albania-Relation-ENG.pdf

 

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here