Αλβανία και Ελλάδα μοιράζονται 282 χλμ συνόρων, κοινές σελίδες στα βιβλία της ιστορίας, αρκετές όμοιες λέξεις, έθιμα ακόμη και ονόματα. Η ιστορική διαδρομή στη σχέση των δύο λαών, «ξαδέρφια» για κάποιους, «εχθροί» για άλλους, είναι πλούσια σε αντιθέσεις. Για τα δύο γειτονικά έθνη των Βαλκανίων, συνεργασία κι εντάσεις, συνεννόηση και προκαταλήψεις, φιλία και καχυποψία, είναι εκφάνσεις που εναλλάσσονται μεταξύ τους σε βάθος χρόνου, συνθέτοντας μια αντιφατική εικόνα, γεμάτη ίντριγκα και ενδιαφέρον για τους μελετητές.

Στο πεδίο της πολιτικής και της διπλωματίας η σχέση των δύο κρατών περιλαμβάνει πραγματικά επεισόδια  ή διαφορές όπως επίσης και μύθους που συχνά τροφοδοτούνται  από τα διψασμένα για εθνικές προκλήσεις media και από τις δύο πλευρές.

Ας δούμε όμως ένα ένα τα ανοιχτά ζητήματα που απασχολούν την εξωτερική πολιτική Ελλάδας και Αλβανίας, ξεκινώντας από την υποψηφιότητα της γείτονος για ένταξη στη Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ένταξη Αλβανίας στην Ε.Ε.

Τον Ιούνη του 2014 χορηγείται στην Αλβανία το επίσημο καθεστώς υποψήφιου μέλους της Ε.Ε. Αυτό που πρέπει να τονιστεί αρχικά, είναι ότι για τα Τίρανα, η ένταξη στην Ευρώπη αποτελεί χωρίς υπερβολή απόλυτη εθνική προτεραιότητα, καθώς σύσσωμο το πολιτικό και κομματικό φάσμα της χώρας είναι προσανατολισμένο στο συγκεκριμένο στόχο.

Τον στόχο αυτό υποστηρίζει σταθερά και η Ελλάδα, εφόσον είναι προς το συμφέρον της η ενσωμάτωση της γειτονικής χώρας στην Ευρώπη με την προαπαιτούμενη συμμόρφωση σε ένα ευρύ πλαίσιο κανόνων. Ταυτόχρονα όμως η Αθήνα διατηρεί δικαίωμα βέτο και άρα και τη δυνατότητα να μπλοκάρει την ένταξη της Αλβανίας.

Στα Τίρανα προφανώς αυτό το έχουν πάντα υπόψη, οπότε η αλβανική ηγεσία ωθούμενη από ορθολογικά και όχι εθνικιστικά κίνητρα, είναι αναγκασμένη να μην διακινδυνεύσει τον εθνικό της στόχο για ελληνο-αλβανικές διαφορές μικρότερης βαρύτητας.
Προκύπτει συνεπώς, ότι  ελληνική πλέυρα διαθέτει ενα σημαντικό εργαλείο πίεσης, για το οποίο θα πρέπει να βρει τη χρυση τομή στη χρήση του, ώστε να μη γίνει ουτε μέσο εκβιασμού αλλά όυτε και να το παραδόσει εν λευκώ.

Ένα ζήτημα στο οποίο η Ελλάδα υπενθυμίζει στην Αλβανία – άλλοτε έμμεσα και άλλοτε ρητά – ότι η ενταξιακή της πορεία περνά από το ελληνικό βέτο, είναι ο σεβασμός της ελληνικής μειονότητας.

Ελληνική μειονότητα

Στη Χιμάρα, μια πόλη στη Βόρεια Ήπειρο που ιστορικά κατοικείται από Έλληνες ομογενείς (και όχι μόνο) και συχνά αποτελεί πηγή εντάσεων, το προηγούμενο διάστημα προκλήθηκε διπλωματικό επεισόδιο ανάμεσα στις δυο χώρες, όταν οι αλβανικές αρχές επιχείρησαν να κατεδαφίσουν 19 κτίρια ιδιοκτησίας Ελλήνων ομογενών. Οι αρχές επικαλούνται το νόμο περί αυθαιρεσίας και τη γενικευμένη πολεοδομική ανάπλαση σε όλη τη χώρα, ενώ οι ντόπιοι θεωρούν ότι γίνεται επιλεκτική εφαρμογή του νόμου με απώτερο στόχο την υφαρπαγή της περιουσίας τους. Άμεση ήταν η παρέμβαση του υπουργείου εξωτερικών της Ελλάδας, που προειδοποίησε  ευθέως την Αλβανία ότι με τέτοιες ενέργειες διακινδυνεύει τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό, με αποτέλεσμα τελικά οι κατεδαφίσεις να αναβληθούν επ’ αόριστον.

 Η ελληνική εθνική μειονότητα (ΕΕΜ), που είναι η πολυπληθέστερη στην Αλβανία, σύμφωνα με το αλβανικό κράτος αριθμεί 60.000 – 70.000, ενώ σύμφωνα με το ελληνικό 200.000 – 400.000 κατοίκους. Τα κύρια ζητούμενα της ΕΕΜ αφορούν την εκπαίδευση και τη χρήση της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία και τη δημόσια ζωή, τη συμμετοχή μελών της στις δημόσιες υπηρεσίες και την προστασία των περιουσιακών της δικαιωμάτων.

Τα Τίρανα επίσημα τονίζουν ότι τα δικαιώματα της μειονότητας γίνονται απόλυτα σεβαστά ενώ ανεπίσημα θεωρούν ότι μέσω αυτής η Αθήνα επιχειρεί να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της. Η Ελλάδα από τη  πλευρά της συνδέει ρητώς την ένταξη της Αλβανίας στην Ε.Ε. με το σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων. Ας έχουμε υπόψη ωστόσο, ότι γενικότερα στις διεθνείς σχέσεις, οι εθνικές μειονότητες συχνά χρησιμοποιούνται εργαλειακά από τη διπλωματία για πολιτικά οφέλη.

Θαλάσσια σύνορα , ρόλος Τουρκίας (;)

Στο βόρειο Ιόνιο, τα τελευταία χρόνια, οι δύο χώρες διεξάγουν έρευνες με σημαντικές πιθανότητες εντοπισμού υποθαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Τον Απρίλη του 2009, οι δύο πρωθυπουργοί, Κωνσταντίνος Καραμανλής και Σαλί Μπερίσα καταλήγουν σε συμφωνία που υπογράφεται επίσημα μεταξύ των δύο κρατών, η οποία οριοθετεί την ελληνό-αλβανική υφαλοκρηπίδα και τις θαλάσσιες ζώνες στο βόρειο Ιόνιο. Η αντιπολίτευση στην Αλβανία υπό τον Εντι Ράμα, αμφισβητεί τη συμφωνία και το 2014 ένα χρόνο μετά την εκλογή του τελευταίου ως πρωθυπουργός, ακυρώνεται από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας ως ασύμφορη διαδικαστικά και ουσιωδώς  με το αλβανικό Σύνταγμα και το διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.

Η εξέλιξη αυτή όπως ήταν φυσικό, δυναμιτίζει τις σχέσεις των δύο χωρών, ενώ τροφοδοτεί τους εθνικιστικούς κύκλους με αφορμές για διασπορά θεωριών συνωμοσίας. Στην Ελλάδα μάλιστα κυκλοφορεί το σενάριο ότι πίσω από την ακύρωση της συμφωνίας υπάρχει τουρκικός δάκτυλος, βασιζόμενο κυρίως σε τρία στοιχεία: (α) τη δήλωση-υπονοούμενο του Σαλί Μπερίσα ότι η συμφωνία κατέπεσε έπειτα από παρεμβολή «τρίτου παράγοντα», (β) την προσωπική φιλία του Ράμα με τον Ερντογάν και (γ) την πρόσφατη αναβάθμιση των αλβανο-τουρκικών σχέσεων.

Η αλβανική κυβέρνηση αρνείται κατηγορηματικά το συγκεκριμένο σενάριο, που είναι γεγονός ότι δεν επαληθεύεται από κάποια πειστική απόδειξη. Κι επειδή οι Διεθνείς Σχέσεις δεν είναι ποτέ μια μονόπλευρη υπόθεση, αξιόπιστες πηγές εντός Αλβανίας αμφισβητούν ακόμη και τη φαινομενική βελτίωση των διμερών σχέσεων Τιράνων-Άγκυρας. Ένα παράδειγμα, είναι ότι στο πιεστικό αίτημα του Τούρκου προέδρου για κλείσιμο γκιουλενικών σχολείων και ιδρυμάτων στην αλβανική επικράτεια, η κυβέρνηση του Ράμα δεν έχει ανταποκριθεί. Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, από το 1991 κι έπειτα, η πυξίδα στη γεωστρατηγική της Αλβανίας δείχνει σαφώς προς τη Δύση (ΗΠΑ, Ε.Ε.), κάτι που αποτελεί  πυλώνα της εξωτερικής της πολιτικής.

Το ζήτημα που είναι πιθανότερο να παρεμβαίνει και να υποδαυλίζει η Τουρκία είναι το τσάμικο μέσω του μικρού ακροδεξιού κόμματος PDIU.

Τσάμηδες

Οι Τσάμηδες διεκδικούν από την Ελλάδα να τους αναγνωρίσει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και να παραδεχτεί την εθνοκάθαρση της κοινότητας τους. Ιστορικά οι Τσάμηδες ήταν μια αλβανόφωνη και μουσουλμανική κοινότητα που κατοικούσε στη σημερινή Θεσπρωτία.

Με τη λήξη της γερμανικής κατοχής, ο ΕΔΕΣ και το ελληνικό κράτος εκδιώξε βίαια και μαζικά τους Τσάμηδες από την ελληνική επικράτεια λόγω της δωσίλογης δράσης και συνεργασίας των τελευταίων με τους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές. Τις δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, η μειονότητα των Τσάμηδων είχε υποστεί συστηματική καταπίεση από το ελληνικό κράτος και ειδικότερα από τη μεταξική δικτατορία. Στην ιστορική προσέγγιση του θέματος, παραδοσιακά και οι δύο πλευρές ακολουθούν την τακτική της «μισής αλήθειας», αυτής που ευθυγραμμίζεται καλύτερα με την εθνική αφήγηση.

Πίσω στο σήμερα, εντός Αλβανίας το ζήτημα προωθείται κυρίως από το κόμμα των Τσάμηδων, το συγκυβερνών PDIU. Οι Τσάμηδες επειδή δεν έχουν στα χέρια τους επίσημους τίτλους ιδιοκτησίας, απαιτούν με επιτακτικό τρόπο από το αλβανικό κράτος να διευθετήσει το θέμα τους. Η τακτική της Αθήνας, ως προς το τσάμικο, απορρίπτει την ύπαρξη του ζητήματος  ως «non issue», προκείμενου να αποτρέψει εξ αρχής να μπει στη διμερή ατζέντα διαλόγου σχετική διεκδίκηση. Η τακτική της Αλβανίας αποσκοπεί στο «όσα περισσότερα ζητήσω, τόσο περισσότερα θα πάρω» αλλά και ιδανικά στη δημιουργία ενός διπλωματικού αντίβαρου στις διεκδικήσεις της ελληνικής μειονότητας.

Εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι η επίκληση στο τσάμικο από την αλβανική κυβέρνηση, παρά την έντονη δραστηριότητα και προβολή του PDIU, έχει πρωτίστως εσωτερική πολιτική σκοπιμότητα ενόψει μάλιστα και των επερχόμενων εκλογών το καλοκαίρι.

Κόσοβο, Νόμος περί εμπόλεμου

Η Ελλάδα μαζί με την Κύπρο, την Ισπανία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία είναι οι μόνες χώρες της Ε.Ε. που δεν έχουν αναγνωρίσει το Κόσοβο ως ανεξάρτητο κράτος. Παρόλα αυτά, η Αθήνα υποστηρίζει τη συμμετοχή του νεοσύστατου κράτους σε διεθνείς οργανισμούς, ενώ παράλληλα προωθούνται και οικονομικές σχέσεις με την Πρίστινα.  Η άρνηση της Ελλάδας να αναγνωρίσει το Κόσοβο αποδίδεται στην παραδοσιακή φιλία της με τη Σερβία, ωστόσο αρκετοί αναλυτές θεωρούν πολύ πιθανή τη στροφή της ελληνικής διπλωματίας στο συγκεκριμένο ζήτημα. Αναμφίβολα η αναγνώριση του Κοσόβου, για την Ελλάδα συνιστά ένα ισχυρό χαρτί στις διαπραγματεύσεις με την Αλβανία, συνεπώς η Αθήνα πρέπει να θέσει σε προτεραιότητα το δικό της συμφέρον και δευτερευόντως της προσδοκίες της Σερβίας. Εξάλλου η Σερβία παρά τη διαχρονική θερμή ελληνική υποστήριξη, αναγνώρισε τα Σκόπια ως Μακεδονία.

Αναφορικά με το Νόμο περί εμπόλεμου μεταξύ των δύο χώρων, πρόκειται για ένα ζήτημα πρωτίστως γραφειοκρατικό με έντονη ωστόσο συμβολική διάσταση για τους Αλβανούς. Πρόκειται για ένα βασιλικό διάταγμα του 1940, το οποίο αφαιρέθηκε από την κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου το 1987, αλλά τα Τίρανα ζητούν να καταργηθεί με ψήφισμα της ελληνικής Βουλής ώστε να λάβει ισχύ Νόμου.

Επιπλέον, μεταξύ των δύο γειτόνων -σε δεύτερο πλάνο- υπάρχουν κι άλλες εκκρεμότητες, όπως είναι το αίτημα της Αθήνας για την ανέγερση πολεμικών νεκροταφείων στην Αλβανία για την ταφή των νεκρών του ελληνο-ιταλικού πολέμου, η διδασκαλία των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα της μητρικής τους γλώσσας, και η ορθή αναγραφή των τοπωνυμίων.

 

Συμπερασματικά, οι διπλωματικές διαφορές Αλβανίας-Ελλάδας, που επί του παρόντος είναι σε τροχιά επίλυσης, μοιάζουν περισσότερο με ένα μεγάλο παζάρι, όπου η κάθε πλευρά προσφέρει και ζητάει ανταλλάγματα, μια κατάσταση που προσδίδει de facto θετικό πρόσημο στις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών.

Στις διεθνείς σχέσεις οι διενέξεις, αργά η γρήγορα, μοιραία καταλήγουν στη ζυγαριά του ρεαλισμού και του ωφελιμισμού. Χωρίς να αποκλείονται οι εξαιρέσεις στην ιστορία, τα πάθη, οι υπερβολές, τα ρητορικά πυροτεχνήματα φυσιολογικά υποχωρούν, για να επικρατήσει τελικά ο ορθολογισμός ή …ο κυνισμός, με γνώμονα το μεγαλύτερο δυνατό όφελος ή το «μικρότερο κακό» για την κάθε πλευρά.

Με όποιους όρους κι αν περιγράφεται το διαπραγματευτικό στάτους από τους θεσμικούς φορείς «συμφωνία πακέτο», «πολιτική  μικρών βημάτων» κ.α., το κύριο ζητούμενο είναι να καμφθεί εκατέρωθεν η καχυποψία που διαχρονικά χαρακτηρίζει τις σχέσεις των δυο κρατών.

Θωμάς Ρούτσης

Αν σας άρεσε αυτό το κείμενο, μέσω της δωρεάς (Donate) μπορείτε να ενισχύσετε την προσπάθεια του foreign-politics.