Κίνα και Ινδία, οι δύο πολυπληθέστερες χώρες που μαζί αντιπροσωπεύουν το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού, δύο μεγάλες οικονομίες και δύο κράτη που είναι κάτι παραπάνω από κράτη, καθώς το καθένα αντανακλά τον δικό του μοναδικό πολιτισμό.  Η ταχέως αναπτυσσόμενη και φιλόδοξη ινδική οικονομία συναντά την ήδη εδραιωμένη και εξωστρεφή κινεζική την ώρα που η διπλωματία της κάθε πλευράς διεκδικεί δυναμικά το δικό της πόλο εξουσίας στην Ασία και όχι μόνο.

Αν και δε λείπουν τα πεδία συνύπαρξης και συνεργασίας, στη σημερινή εποχή οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται στη μεγαλύτερη ύφεση από τον μεταξύ τους πόλεμο το 1962 και την καθαρή επικράτηση της Κίνας. Εδαφικές αντιδικίες, όπως η μετωπική αντιπαράθεση το καλοκαίρι στο Ντοκλάμ, συμμαχίες με αντίπαλα κράτη, το κυνήγι της επιρροής στις γειτονικές χώρες και η μάχη για εξασφάλιση νέων αγορών συνθέτουν μια πολύπλοκη ατζέντα στις σχέσεις Πεκίνου και Δελχί.

Το παρολίγον «ατύχημα» στο Ντοκλάμ

Η οριακή αυτή κρίση ξέσπασε στις 16 Ιουνίου, όταν Κινέζοι στρατιώτες ξεκίνησαν την επέκταση ενός συνοριακού δρόμου στο οροπέδιο του Ντοκλάμ. Το επίμαχο σημείο αποτελεί μια στενή λωρίδα γης, διεκδικούμενη από την Κίνα και το σύμμαχο της Ινδίας Μπουτάν, το οποίο κάλεσε την Ινδία να παρέμβει και να μπλοκάρει τα έργα. Το Δελχί ανταποκρίθηκε άμεσα, στέλνοντας μικρό αριθμό (άοπλων) στρατιωτών, που με τη σειρά τους σχημάτισαν ανθρώπινη αλυσίδα με σκοπό να εμποδίσουν τους Κινέζους στρατιώτες να χτίσουν το δρόμο. Η επόμενη κίνηση των δύο δυνάμεων ήταν η συγκέντρωση περισσότερων στρατευμάτων στα σύνορα σε μια πρόσωπο με πρόσωπο κατάσταση, όπου ένα ατύχημα θα μπορούσε να προκαλέσει πολεμική ανάφλεξη. Τις επόμενες μέρες το συγκρουσιακό κλίμα πυροδοτήθηκε κι από τη σκληρή γλώσσα των δηλώσεων που ακολούθησαν: Ο εκπρόσωπος του υπουργείου άμυνας της Κίνας Wu Qian, προειδοποίησε την Ινδία «να μη παίζει με την τύχη της, επιμένοντας σε φαντασιώσεις», ενώ ο αρχηγός του ινδικού στρατού, Bipin Rawat, δήλωσε με έμφαση ότι «η χώρα του είναι πανέτοιμη να πολεμήσει σε δυόμισι μέτωπα» υπονοώντας την Κίνα, το Πακιστάν και τις εσωτερικές απειλές.

Για την Κίνα η κίνηση της Ινδίας να αναπτύξει στρατεύματα σε αμφισβητούμενο έδαφος συνιστά αναθεώρηση της αρχής της εδαφικής κυριαρχίας και των μακροχρόνιων συμφωνιών. Για την Ινδία η κινεζική πρωτοβουλία της κατασκευής δρόμων στην επίμαχη περιοχή ερμηνεύεται ως συνέχεια της κινεζικής τακτικής της «σαλαμοποίησης» και της μονομερούς αναθεώρησης αχάρακτων συνόρων, με σκοπό τελικά να δημιουργήσει τετελεσμένα και να αυξήσει την επιρροή της στην περιοχή.

Το Δελχί προσπαθεί να αποτρέψει περαιτέρω προσέγγιση της Κίνας στην περιοχή του Σικίμ, επειδή γεωστρατηγικά το συγκεκριμένο σημείο είναι μεγάλης κρισιμότητας για τη χώρα, καθώς όπως φαίνεται και στο χάρτη, βρίσκεται πολύ κοντά στο στενό διάδρομο Σιλιγκούρι που ενώνει τις επτά βόρειο-ανατολικές  πολιτείες  με την ενδοχώρα.

Chickens neck india
To στενό πέρασμα 20 χλμ γνωστό ως «chickens neck» (λαιμός της κότας). Πηγη: https://en.wikipedia.org/

Επιπλέον, η εν λόγω περιοχή είναι το μοναδικό σημείο στα σύνορα με την Κίνα, που ο ινδικός στρατός έχει πλεονέκτημα έναντι του κινεζικού, εξαιτίας της υψομετρικής διαφοράς. Στην υπόλοιπη μεθόριο τα Ιμαλάια συγκροτούν υπέρ της Κίνας ένα απροσπέλαστο φυσικό τείχος.

Τελικά ο ορθολογισμός επικράτησε, η Ινδία απέσυρε τα στρατεύματα από το πεδίο της αντιπαράθεσης, με την κάθε πλευρά – προς τέρψη των εντυπώσεων – να ερμηνεύει επικοινωνιακά το αποτέλεσμα κατά το δοκούν. Η διαμάχη διήρκεσε δέκα εβδομάδες και ήταν η πιο παρατεταμένη κρίση για τις δυο χώρες μετά τον πόλεμο του 1962.

Παραδοσιακές διαφορές Ινδίας και Κίνας

Πληθώρα αναλύσεων γράφτηκαν πάνω στο θέμα του Ντοκλάμ, όπως π.χ. ότι το Πεκίνο δεν επιλύει τη συγκεκριμένη διασυνοριακή διαμάχη έτσι ώστε να την αξιοποιεί ως μοχλό πίεσης σε άλλες διαφορές με το Δελχί. Το βέβαιο ωστόσο είναι, ότι το θερμό αυτό επεισόδιο ανέσυρε με κρότο στην επιφάνεια τις αντιθέσεις  που υπoβόσκουν στις σχέσεις των δύο δυνάμεων.

Εκτός από το Ντοκλάμ, χρόνιες εδαφικές διαφορές οι δύο χώρες έχουν και στις περιοχές Aksai Chin και Arunachal Pradesh στη βόρεια και βορειοανατολική Ινδία αντίστοιχα. Ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός Πεκίνου-Δελχί επεκτείνεται και στη θάλασσα και συγκεκριμένα στον Ινδικό ωκεανό, και το στενό του Μαλακά. Το Δελχί αντιμετωπίζει τη ναυτική αυτή έκταση ως «αυλή» της, ενώ για την Κίνα, που το 90% του εξαγωγικού της εμπορίου γίνεται μέσω θάλασσας, το συγκεκριμένο πέρασμα έχει αυξημένη στρατηγική σημασία, καθώς από εκεί, συν τοις άλλοις, διέρχεται το 75% του πετρελαίου που εισάγει η χώρα.

 Ένα επιπλέον «αγκάθι» στις σχέσεις των δύο κρατών αποτελεί η εξεγερσιακή δράση στην Ινδία ομάδων, όπως  οι Μαοϊστές Naxalites από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδίας, τους οποίους το Δελχί κατηγορεί ως υποκινούμενους από την Κίνα.   Ακόμη, Ινδία και Κίνα συναγωνίζονται για τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική επιρροή και οικονομική διείσδυση σε γειτονικές χώρες όπως το Νεπάλ, το Μπουτάν, το Μπαγκλαντές και τη Μιανμάρ.

Γράψαμε στον τίτλο για τους δύο «γίγαντες» της Ασίας, στην πραγματικότητα όμως το χαρακτηρισμό δικαιούται περισσότερο η Κίνα, καθώς σε απόλυτες τιμές υπερέχει σαφώς της Ινδίας σε οικονομική και στρατιωτική ισχύ.  Τα στοιχεία στους  πινάκες δείχνουν, ότι ακόμη κι αν αθροίζαμε τα μεγέθη από τις άλλες περιφερειακές δυνάμεις, η Κίνα θα υπερείχε και πάλι στο παρόν αλλά και στις επόμενες δεκαετίες.

Rajeesh-Graph-01
Αμυντικός προϋπολογισμός 7 ασιατικών κρατών για το 2016
Rajeesh-Graph-02
Πρόβλεψη για το ΑΕΠ τις επόμενες δεκαετίες

Συνεπάγεται επομένως, ότι η Ινδία, προκειμένου να μειώσει το χάσμα ισχύος με την Κίνα, καλείται να αναζητήσει εναλλακτικές οδούς μεσώ συμμαχιών και κυρίως να προσδιορίσει τη στρατηγική με την οποία θα σταθεί απέναντι στο Πεκίνο. Σύμφωνα με τη θεωρία[1] οι στρατηγικές επιλογές της Ινδίας είναι οι εξής:

  • να κρατήσει αδέσμευτη στάση,
  • να παραμείνει ουδέτερη μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας, έως ότου μία εκ των δύο καταστεί άμεση απειλή για την ίδια (Hedging)
  • η εσωτερική εξισορρόπηση, δηλαδή να δημιουργήσει με ίδιες δυνάμεις την απαιτούμενη αμυντική ισχύ
  • η σύμπλευση με την Κίνα
  • η περιφερειακή εξισορρόπηση μέσω συμμαχιών με ισχυρά γειτονικά κράτη
  • και τέλος η ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ (bandwagoning)

Ινδία – ΗΠΑ και Ιαπωνία

Η καθεμία από τις επιλογές έχει πλεονεκτήματα και ρίσκα, ωστόσο η στρατηγική που κερδίζει έδαφος τελευταία είναι η σύμπλευση με τις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τη συνεργασία με σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Ιαπωνία και η Αυστραλία. Οι λόγοι μοιάζουν προφανείς: καταρχήν το Δελχί και η Ουάσινγκτον μοιράζονται τον κοινό στόχο να εμποδίσουν την Κίνα να κυριαρχήσει σε Ασία και Ειρηνικό. Το σημαντικότερο όφελος για την Ινδία είναι, ότι η συνεργασία με τις ΗΠΑ τη βοηθάει να εξισορροπήσει ως ένα βαθμό την υπεροχή της Κίνας. Καμία άλλη χώρα, ούτε συνδυασμός κρατών, δεν μπορεί να το εξασφαλίσει αυτό, τα συμφέροντα των 2 χωρών συμπίπτουν, η ισχύς της Ουάσινγκτον είναι δεδομένη, όπως και η προθυμία της να συνεργαστεί με την Ινδία[2]. Να σημειωθεί ωστόσο, ότι η στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ ενδεχομένως να προκαλέσει σύννεφα στις σχέσεις της Ινδίας με τη Ρωσία που είναι παραδοσιακά καλές, ήδη από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης.

Επιπλέον, η Ουάσινγκτον προωθεί για την Ασία την τετραπλή συμμαχία – κουαρτέτο με την Ινδία, την Ιαπωνία και την Αυστραλία[3]. Η πρώτη επίσημη συνάντηση των τεσσάρων, έλαβε χώρα στη Μανίλα το Νοέμβρη του 2017 με το κεντρικό μήνυμα να είναι η διατήρηση της περιοχής «ελεύθερης και ανοιχτής». Η συνεργασία των τεσσάρων, που ακόμη δεν έχει αποκτήσει σαφή μορφή, εντάσσεται στη νέα στρατηγική του Ινδο-Ειρηνικού, που σύμφωνα με Κινέζους αναλυτές του κυβερνητικού Global Times[4],  είναι η απάντηση του Τραμπ στην αποτυχημένη στρατηγική εξισορρόπησης στον Ειρηνικού του Ομπάμα. Η στρατηγική αυτή των ΗΠΑ, που αξιοποιεί εν μέρει ως άλλοθι τις πυρηνικές δοκιμές της Βόρειας Κορέας, έχει ως στόχο 1) να περικυκλώσει γεωστρατηγικά την Κίνα, 2)να ανακόψει την επιρροή της στην περιοχή, 3) να υποβαθμίσει το κολοσσιαίο πρότζεκτ «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» και 4) να μειώσει το στρατιωτικό κόστος των ΗΠΑ, κινητοποιώντας τα ισχυρά κράτη της περιοχής.

Ανάλογη πρόοδο σημειώνει και η συνεργασία της Ινδίας με την Ιαπωνία. Είναι γνωστό ότι πέρα από την Ινδία, και η Ιαπωνία ιστορικά έχει εδαφικές διαφορές με την Κίνα και έντονο ανταγωνισμό σε γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό και μόνο φέρνει πιο κοντά Δελχί και Τόκιο, που ούτως η άλλως διατηρούν στενούς δεσμούς από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, με πρωτοβουλίες του Ιάπωνα πρωθυπουργού Σίνζο Άμπε η σχέση αυτή έχει εντατικοποιηθεί καθώς βρίσκει γόνιμο έδαφος και στην οικονομική συνεργασία.

India Japan cooperation alliance Ινδια Κινα συνεργασια συμμαχια
Οι δύο πρωθυπουργοί Μόντι και Άμπε με φόντο τη νέα υπερταχεία της Ινδίας, ιαπωνικής κατασκεύης και χρηματοδότησης. JIJI PRESS/AFP/Getty Images

Εκεί που εστιάζουν την προσοχή τους οι δυο χώρες είναι η προώθηση του μεγαλεπήβολου πρότζεκτ AAGC (Asia-Africa Growth Corridor), ως απάντηση στο «Μία Ζώνη Ένας Δρόμος» της Κίνας. Αναζητώντας μια ουσιώδη αιτία για την πηγή έντασης στις σινο-ινδικές σχέσεις, αυτή εντοπίζεται στον ανταγωνισμό του επεκτατικού εμπορίου των δύο χωρών, που αποζητούν νέες αγορές για την διάθεση της βιομηχανικής (υπερ)παραγωγής. Εν προκειμένω, τα δύο αυτά φιλόδοξα στρατηγικά σχέδια διεκδικούν την πολυπόθητη αγορά της Αφρικής. Πρόκειται για πρότζεκτ που προβλέπουν μεγάλες επενδύσεις σε βασικές υποδομές σε μια σειρά από χώρες που διέρχονται οι εμπορικοί διάδρομοι προς διευκόλυνση των εξαγωγών αλλά και τη συνεπαγόμενη γεωπολιτική επιρροή.  Η Ινδία καλλιεργεί χρόνια την επιρροή της στη μαύρη ήπειρο, όπου αρκετές χώρες κινούνται με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και όπως είναι φυσικό αποτελεί στόχο για τις ισχυρές εξαγωγικές οικονομίες της Κίνας και της Ινδίας, με την καθεμία  να εποφθαλμιά το δικό της μερίδιο στην υποσχόμενη αφρικανική αγορά.

Κίνα – Πακιστάν

Μέρος του «Μία Ζώνη Ένας Δρόμος»  αποτελεί το CPEC (China-Pakistan Economic Corridor), που περιλαμβάνει μια σειρά από αναπτυξιακά έργα στις μεταφορές και την ενέργεια στο Πακιστάν, με ταυτόχρονη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών.  Το CPEC, του οποίου η συνολική αξία υπολογίζεται στα $62 δισ., επισφραγίζει τις ήδη εξαιρετικές και πολύπλευρες σχέσεις που οικοδομούν σταδιακά Κίνα και Πακιστάν. Ενδεικτική είναι η δήλωση του υπουργού εξωτερικών της Κίνας Wang Yi τον Σεπτέμβρη του 2017: «Το Πακιστάν έχει υπάρξει καλός αδερφός και ακλόνητος φίλος για την Κίνα. Καμία χώρα δεν καταλαβαίνει καλύτερα το Πακιστάν από την Κίνα«.

Το Πακιστάν είναι η δεύτερη σε πληθυσμό μουσουλμανική χώρα, πυρηνική δύναμη και οι σχέσεις του με την Ινδία είναι διαχρονικά ταραγμένες, με αποκορύφωμα τους τέσσερις πολέμους μεταξύ τους. Η Ινδία αντιδρά στο CPEC αφενός γιατί διέρχεται μέσα από το Κασμίρ – διαφιλονικούμενη περιοχή με το Πακιστάν – και αφετέρου γιατί δημιουργεί περαιτέρω εμπόδια στην πρόσβαση του Δελχί στις αγορές και τις ενεργειακές πηγές της Κεντρικής Ασίας.

Η στρατηγική της σινο-πακιστανικής συνεργασίας, που έχει και στρατιωτική προέκταση, καθώς το Πεκίνο σχεδιάζει να εγκαταστήσει στρατιωτική βάση στο Πακιστάν, αποβλέπει μεταξύ άλλων, στο «στρίμωγμα» και την αντιστάθμιση ισχύος (balancing) με την Ινδία στην περιοχή, αλλά και τη σταδιακή απόσπαση του Ισλαμαμπάντ από την αμερικανική σφαίρα επιρροής, στην οποία ιστορικά ανήκει.  Είναι προφανές ότι Ινδία και Κίνα χρησιμοποιούν τη γνωστή τακτική «ο γείτονας του εχθρού μου φίλος μου» και στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η εμβάθυνση των σχέσεων με Ιαπωνία και Πακιστάν αντίστοιχα.

Συμπερασματικά, αν οι εδαφικές διεκδικήσεις συνιστούν τη «βιτρίνα» στον ανταγωνισμό Πεκίνου – Δελχί, σίγουρα στο υπόβαθρο υπάρχουν και ουσιώδεις οικονομικές αντιθέσεις, που με τη σειρά τους περιπλέκονται με τη γεωπολιτική και τις σχέσεις με τρίτες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ. Μέσα σε αυτό το πλέγμα η Ινδία καλείται να αποδείξει ότι μπορεί να διασφαλίσει τα συμφέροντα και το ζωτικό της χώρο στην περιοχή και η Κίνα να συνεχίσει τη σταθερή πορεία της ανέλιξης της σε παγκόσμια υπερδύναμη.

Τέλος, έχει σημασία να αποσαφηνιστεί, ότι παρά τις διαφορές και  τις εντάσεις ανάμεσα στις δυο χώρες, θα ήταν αφελές να αποδώσουμε τη σχέση τους με κάποιο απόλυτο πρόσημο. Αυτή η διττή φύση των διμερών σχέσεων, όπου η αντιπαράθεση συνυπάρχει με τη συνεργασία, αποτελεί γενικότερο γνώρισμα των διεθνών σχέσεων. Παρά τον ανταγωνισμό τους λοιπόν, την ίδια στιγμή Πεκίνο και Δελχί διατηρούν ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας σε διάφορα επίπεδα. Η οικονομική δραστηριότητα μεταξύ τους είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη, οι συναντήσεις κυβερνητικών φορέων σε υψηλό επίπεδο είναι συχνές ενώ τα δύο κράτη συμμετέχουν από κοινού σε σημαντικούς περιφερειακούς οργανισμούς, όπως είναι η συνεργασία των BRICS και ο S.C.O. (Shanghai Cooperation Organization)[5].

Αν σας άρεσε αυτό το κείμενο, μέσω της δωρεάς (Donate) μπορείτε να ενισχύσετε την προσπάθεια του foreign-politics.

 


[1]http://carnegieindia.org/2017/09/14/india-s-strategic-choices-china-and-balance-of-power-in-asia-pub-73108

[2] Στο ίδιο

[3] https://wp.me/p87rAH-36

[4] http://www.globaltimes.cn/content/1066995.shtml

[5] https://wp.me/p87rAH-36